Ἐξομολογήσομαί σοι,
Κύριε βασιλεῦ, καὶ αἰνέσω σε Θεὸν τὸν σωτῆρά μου, ἐξομολογοῦμαι τῷ ὀνόματί σου,
ὅτι σκεπαστὴς καὶ βοηθὸς
ἐγένου μοι καὶ ἐλυτρώσω τὸ σῶμά μου ἐξ ἀπωλείας καὶ ἐκ παγίδος διαβολῆς
γλώσσης, ἀπὸ χειλέων ἐργαζομένων ψεῦδος καὶ ἔναντι τῶν παρεστηκότων ἐγένου μοι
βοηθὸς
καὶ ἐλυτρώσω με κατὰ τὸ
πλῆθος ἐλέους καὶ ὀνόματός σου ἐκ βρυγμῶν ἑτοίμων εἰς βρῶμα, ἐκ χειρὸς
ζητούντων τὴν ψυχήν μου, ἐκ πλειόνων θλίψεων, ὧν ἔσχον,
ἀπὸ πνιγμοῦ πυρᾶς
κυκλόθεν καὶ ἐκ μέσου πυρός, οὗ οὐκ ἐξέκαυσα.
ἐκ βάθους κοιλίας ᾅδου
καὶ ἀπὸ γλώσσης ἀκαθάρτου καὶ λόγου ψευδοῦς.
βασιλεῖ διαβολὴ γλώσσης
ἀδίκου. ἤγγισεν ἕως θανάτου ἡ ψυχή μου, καὶ ἡ ζωή μου ἦν σύνεγγυς ᾅδου κάτω.
περιέσχον με πάντοθεν
καὶ οὐκ ἦν ὁ βοηθῶν, ἐνέβλεπον εἰς ἀντίληψιν ἀνθρώπων, καὶ οὐκ ἦν.
καὶ ἐμνήσθην τοῦ ἐλέους
σου, Κύριε, καὶ τῆς ἐργασίας σου τῆς ἀπ᾿ αἰῶνος, ὅτι ἐξαιρῇ τοὺς ὑπομένοντάς σε
καὶ σῴζεις αὐτοὺς ἐκ χειρὸς ἐθνῶν.
καὶ ἀνύψωσα ἀπὸ γῆς ἱκετείαν
μου καὶ ὑπὲρ θανάτου ῥύσεως ἐδεήθην.
ἐπεκαλεσάμην Κύριον
πατέρα κυρίου μου, μή με ἐγκαταλιπεῖν ἐν ἡμέραις θλίψεως, ἐν καιρῷ ὑπερηφάνων ἀβοηθησίας
αἰνέσω τὸ ὄνομά σου ἐνδελεχῶς
καὶ ὑμνήσω ἐν ἐξομολογήσει. καὶ εἰσηκούσθη ἡ δέησίς μου·
ἔσωσας γάρ με ἐξ ἀπωλείας
καὶ ἐξείλου με ἐκ καιροῦ πονηροῦ. διὰ τοῦτο ἐξομολογήσομαι καὶ αἰνέσω σε καὶ εὐλογήσω
τῷ ὀνόματι Κυρίου.
Σοφία Σειράχ
Μετάφραση
Θα σε δοξολογήσω, Κυριε
Βασιλεύ, θα υμνολογήσω σέ, τον Θεόν τον σωτήρα μου. Θα δοξολογήσω το Ονομά σου·
διότι έγινες δι' εμέ
σκεπαστής και βοηθός, εγλύτωσες την ζωήν μου από καταστροφήν και από παγίδα
συκοφαντικής γλώσσης, από χείλη που εργάζονται το ψεύδος· εγινες βοηθός μου
εναντίον των εχθρών μου, οι οποίοι με περιεκύκλωναν.
Κατά το μέγα σου έλεος
και δια το άγιον Ονομά σου με εγλύτωσες από εχθρούς, οι οποίοι έτριζαν τους
οδόντας των έτοιμοι να με καταφάγουν, από τα χέρια εκείνων οι οποίοι επιζητούν
να μου αφαιρέσουν την ζωήν και από πολλάς άλλας θλίψεις, τας οποίας είχα.
Από πνιγμόν, από πυρ
που έκαιεν ολόγυρά μου, ανάμεσα από πυρ, το οποίον εγώ δεν είχα ανάψει.
Με έσωσες από τα βάθη
της κοιλίας του άδου, από ακάθαρτον γλώσσαν και από λόγον ψευδή.
Αυτό άδικον
συκοφαντικήν γλώσσαν, που με διέβαλε προς βασιλέα, ήγγισεν η ψυχή μου έως τον
θάνατον και η ζωη μου επλησίασεν εις τα βάθη του άδου.
Εχθροί και θλίψεις με
περιεκύκλωσαν από όλα τα μέρη και δεν υπήρχε κανείς να με βοηθήση. Προσέβλεπα
και επερίμενα ανθρωπίνην βοήθειαν και δεν παρουσιάζετο καμμία.
Και τότε, Κυριε,
ενεθυμήθην το έλεός σου, τα θαυμαστά έργα σου δια μέσου των αιώνων, ότι δηλαδή
βγάζεις από κινδύνους εκείνους, που μένουν πιστοί εις σέ, και τους σώζεις από
τα χέρια των ειδωλολατρικών λαών.
Και ανύψωσα από την γην
προς τον ουρανόν την ικεσίαν μου και θερμώς σε παρεκάλεσα, να με γλυτώσης από
τον θάνατον.
Παρεκάλεσα τυν Κυριον,
τον πατέρα του Κυρίου μου, να μη με εγκαταλείψη εις τας ημέρας της θλίψεώς μου,
εις εποχήν που επικρατούν υπερήφανοι και δεν υπάρχει καμμία βοήθεια από αυτούς.
Θα επαινώ το Ονομά σου
πάντοτε, θα σε δοξολογώ με ευγνωμοσύνην. Η δέησίς μου έγινε δεκτή.
Διότι, πράγματι, συ με
έσωσες από τον όλεθρον. Με εγλύτωσες εις περίοδον πειρασμών και κινδύνων· δια
τούτο θα σε δοξολογώ, θα σε υμνώ, θα ευλογώ το Ονομά σου, Κυριε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου