Ο Ων

Ο Ων
"Μην κοιτάς τ'αγκάθια...ψάξε για το ρόδο"

30 Ιαν 2016

Οι τρεις Ιεράρχες


‘Όπως οι μέλισσες διαλέγουν το νέκταρ από τα λουλούδια, έτσι κι εσείς να διαλέγετε αυτά που διαβάζετε. Να κρατάτε τα  καλά και τα ωφέλιμα.’
Μέγας Βασίλειος (330-378 μ.Χ.)

‘Του αντρειωμένου την αρετή θαυμάζει κι ο εχθρός του.
Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος (329-390 μ.Χ.)

‘Πολλαί της ασεβείας αι οδοί, της δε αληθείας μία.’
Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος (347-407 μ.Χ.)

...Έχουν λοιπόν να μας πουν οι τρείς Ιεράρχες ότι δεν φτάνει να γεμίσει μόνο το μυαλό μας με γνώσεις (καμιά φορά,  ή μάλλον πολλές φορές, κάτι τέτοιο είναι άκρως επικίνδυνο, όπως απέδειξε ο εικοστός αιώνας), αλλά χρειάζεται να γεμίσει και η καρδιά μας με καλοσύνη και αρετές. Μόνο με γεμάτη την καρδιά ο άνθρωπος μπορεί να ζήσει! Με άδεια όμως την καρδιά, όσο γεμάτο και αν είναι το μυαλό, ο άνθρωπος θα υποφέρει την παγωνιά της μοναξιάς και θα «πεθάνει» αποκλεισμένος στον πύργο της επιστημονικής του υπεροψίας.


Οι τρείς Ιεράρχες γέμισαν την καρδιά τους με την καλοσύνη και τις αρετές του Χριστού,  και γέμισαν και το μυαλό τους με την επιστημονική γνώση της εποχής! Έδωσαν παράδειγμα αρτιότητας ανθρώπινης. Μέτρο ποιότητας. Δείγμα γοητευτικού συνδυασμού αρετών και γνώσεων, που συναπαρτίζουν τον άρτιο και ολοκληρωμένο άνθρωπο. Όπως λένε τα τροπάρια «κατεκόσμησαν» τα ήθη των ανθρώπων και έγιναν «μελίρρυτοι ποταμοί σοφίας»....

Αξίζει να τους μιμηθούμε.

28 Ιαν 2016

Η πίστη στο Θεό ως πρόσωπο


Στο «Σύμβολο της Πίστεως» δεν λέμε, «Πιστεύω ότι υπάρχει κάποιος Θεός»· λέμε, «Πιστεύω εις ένα Θεόν». Ανάμεσα στην πίστη ότι και στην πίστη εις υπάρχει μια κρίσιμη διάκριση. Μου είναι δυνατό να πιστεύω ότι κάποιος ή κάτι υπάρχει κι όμως αυτή η πεποίθηση να μην έχει πρακτικό αποτέλεσμα στη ζωή μου. Μπορώ ν' ανοίξω τον τηλεφωνικό κατάλογο του Wigan και να διαβάσω εξονυχιστικά τα ονόματα που είναι καταχωρημένα στις σελίδες του· και καθώς διαβάζω, είμαι προετοιμασμένος να πιστέψω ότι μερικοί (ή ακόμη κι οι περισσότεροι) απ' αυτούς τους ανθρώπους πράγματι υπάρχουν. Αλλά δεν γνωρίζω κανέναν απ' αυτούς προσωπικά, ποτέ δεν έχω επισκεφθεί το Wigan, κι έτσι η πεποίθησή μου ότι υπάρχουν δεν έχει για μένα καμιά σημασία. Αντίθετα, όταν λέω σ' ένα πολυαγαπημένο φίλο, «σε πιστεύω», κάνω κάτι πολύ περισσότερο από το να εκφράσω την πεποίθηση ότι αυτό το πρόσωπο υπάρχει. «Σε πιστεύω» σημαίνει: στρέφομαι σε σένα, ακουμπώ πάνω σου, σ' εμπιστεύομαι απόλυτα και ελπίζω σε σένα. Και αυτό είναι που λέμε στο Θεό μέσα στο «Πιστεύω».

Η πίστη στο Θεό, λοιπόν, δεν μοιάζει καθόλου με το είδος της λογικής βεβαιότητας που πετυχαίνουμε στην Ευκλείδεια γεωμετρία. Ο Θεός δεν είναι το συμπέρασμα σε μιά σειρά συλλογισμών, η λύση σ' ένα μαθηματικό πρόβλημα. Το να πιστεύεις στο Θεό δεν είναι το να δέχεσαι τη δυνατότητα της ύπαρξής του επειδή μας έχει «αποδειχθεί» με κάποιο θεωρητικό επιχείρημα, αλλά είναι το να εμπιστευτούμε τον Ένα που ξέρουμε και αγαπάμε. Η πίστη δεν είναι η υπόθεση πως κάτι ίσως είναι αλήθεια, αλλά η βεβαιότητα ότι κάποιος είναι εκεί.

Επειδή η πίστη δεν είναι λογική βεβαιότητα αλλά προσωπική σχέση, και επειδή αυτή η προσωπική σχέση είναι ακόμη πολύ ατελής στον καθένα μας κι έχει ανάγκη να εξελίσσεται συνέχεια είναι δυνατό να συνυπάρχει η πίστη με την αμφιβολία. Αυτά τα δύο δεν αποκλείονται αμοιβαία.

Ίσως υπάρχουν μερικοί που με τη χάρη του Θεού κρατούν σ' όλη τους τη ζωή την πίστη ενός μικρού παιδιού, που τους δίνει την ικανότητα να δέχονται ανερώτητα όλ' αυτά που έχουν διδαχτεί. Για τους περισσότερους όμως, από εκείνους που ζουν σήμερα στη Δύση, μια τέτοια διάθεση απλώς δεν είναι δυνατή. Πρέπει να οικειοποιηθούμε την κραυγή, «Κύριε, πιστεύω· βοήθει μοι τη απιστία» (Μαρκ. 9,24). Για πάρα πολλούς από μας αυτή θα παραμείνει η διαρκής μας προσευχή ως αυτές τις πύλες του θανάτου. Κι όμως η αμφιβολία καθαυτή δεν δείχνει έλλειψη πίστης. Ίσως σημαίνει το αντίθετο -ότι η πίστη μας είναι ζωντανή και αυξανόμενη. Γιατί η πίστη δεν συνεπάγεται μακαριότητα αλλά ριψοκινδύνευμα, όχι απομόνωση από το άγνωστο αλλά πορεία άφοβη για να το συναντήσουμε. Εδώ ένας Ορθόδοξος Χριστιανός θα μπορούσε πρόθυμα να οικειοποιηθεί τα λόγια του Επισκόπου J.Α.Τ. Robinson: « Η πράξη της πίστης είναι ένας ασταμάτητος διάλογος με την αμφιβολία». Όπως σωστά λέει ο Thomas Merton· Η πίστη είναι μια πηγή αμφιβολίας και πάλης πριν γίνει μια πηγή σιγουριάς και γαλήνης.»

Η πίστη, λοιπόν, δείχνει μια προσωπική σχέση με το Θεό· μια σχέση που, αν και είναι όλο ατέλεια και δισταγμό, δεν είναι καθόλου λιγότερο πραγματική. Είναι το να γνωρίσεις το Θεό όχι σαν θεωρία ή σαν μια αφηρημένη αρχή, αλλά σαν ένα πρόσωπο. Το να γνωρίζεις ένα πρόσωπο είναι κάτι πολύ περισσότερο από το να γνωρίζεις γεγονότα σχετικά μ' αυτό το πρόσωπο. Το να γνωρίζεις ένα πρόσωπο ουσιαστικά σημαίνει να το αγαπάς· δεν μπορεί να υπάρξει αληθινή γνώση των άλλων προσώπων δίχως αμοιβαία αγάπη. Δεν έχουμε καμιάν αληθινή γνώση εκείνων που μισούμε. Εδώ, λοιπόν, είναι οι δυο λιγότερο παραπλανητικοί τρόποι να μιλάμε για το Θεό που υπερβαίνει την αντίληψή μας: είναι προσωπικός, και είναι αγάπη. Και αυτοί βασικά είναι δύο τρόποι για να πούμε το ίδιο πράγμα. Ο τρόπος μας για να μπούμε στο μυστήριο του Θεού είναι μέσω της προσωπικής αγάπης. Όπως λέγει ο Γνόφος Αγνωσίας, «Θα μπορούσε να γίνει αντικείμενο αγάπης αλλά όχι αντικείμενο σκέψης. Με την αγάπη μπορεί να τον συλλάβουμε και να τον κρατήσουμε αλλά με τη σκέψη ποτέ»…

Κάλλιστος Γουέαρ, Επίσκοπος Διοκλείας


Απόσπασμα από το βιβλίο «Ο Ορθόδοξος Δρόμος», Μτφρ: Μαρία Πάσχου, Έκδοση: Επτάλοφος AE

Εφραίμ ο Σύρος - Περὶ Αγάπης

Μακάριος ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος ὁ ἔχων ἀγάπην Θεοῦ, ὅτι τὸν Θεὸν ἐν ἑαυτῷ περιφέρει· ὅτι ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστί, καὶ ὁ μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ ἐν τῷ Θεῷ μένει. Ὁ ἔχων ἀγάπην, πάντων σὺν Θεῷ περιγίνεται.

Ὁ ἔχων ἀγάπην οὐ φοβεῖται· ἡ γὰρ ἀγάπη ἔξω βάλλει τὸν φόβον.

Ὁ ἔχων ἀγάπην, οὐδένα βδελύσσεταί ποτε· οὐ μικρόν, οὐ μέγαν, οὐκ ἔνδοξον, οὐκ ἄδοξον, οὐ πένητα, οὐ  πλούσιον·  ἀλλὰ  πάντων  περίψημα  γίνεται.  Πάντα  στέγει,  πάντα  ὑπομένει.

Ὁ ἔχων ἀγάπην, οὐκ ἐπαίρεται κατά τινος· οὐ φυσιοῦται· οὐδενὸς καταλαλεῖ, ἀλλὰ καὶ τοὺς καταλαλοῦντας ἀποστρέφεται.

Ὁ ἔχων ἀγάπην, ἐν δόλῳ οὐ πορεύεται·  οὐχ ὑποσκελίζεται ἢ ὑποσκελίζει τὸν ἀδελφόν.

Ὁ ἔχων ἀγάπην, οὐ ζηλοῖ, οὐ φθονεῖ, οὐ βασκαίνει, οὐ χαίρει ἐπὶ πτώσει ἑτέρων· οὐ διασύρει τὸν πταίοντα, ἀλλὰ συλλυπεῖται καὶ συναντιλαμβάνεται· οὐ παρορᾷ τὸν ἀδελφὸν ἐν ἀνάγκῃ, ἀλλὰ συνεπαμύνει καὶ συναποθνῄσκει.

Ὁ ἔχων ἀγάπην, τὸ θέλημα ποιεῖ τοῦ Θεοῦ καὶ μαθητὴς αὐτοῦ ἐστιν· αὐτὸς γὰρ ὁ καλὸς ἡμῶν ∆εσπότης εἶπεν· ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοὶ μαθηταί ἐστε, ἐὰν ἀγαπᾶτε ἀλλήλους.

Ὁ ἔχων ἀγάπην οὐδέποτέ τι ἑαυτῷ περιποιεῖται·  οὐ λέγει ἑαυτοῦ ἴδιον οὐδέν·  ἀλλὰ πάντα, ὅσα ἔχει, κοινὰ τοῖς πᾶσι προτίθησιν.

Ὁ ἔχων ἀγάπην, ἀλλότριον οὐδένα λογίζεται, ἀλλὰ πάντας ἰδιοποιεῖται.

Ὁ ἔχων ἀγάπην, οὐ παροξύνεται, οὐ φυσιοῦται, οὐκ ἐξάπτεται εἰς ὀργήν, οὐ χαίρει ἐπὶ τῇ ἀδικίᾳ, ἐπὶ ψεύδει οὐκ ἐνδελεχίζει, ἐχθρὸν οὐδένα ἡγεῖται, εἰ μὴ μόνον τὸν ∆ιάβολον.

Ὁ  ἔχων  ἀγάπην, πάντα ὑπομένει·  χρηστεύεται·  μακροθυμεῖ.

Μακάριος οὖν ὁ τὴν ἀγάπην κεκτημένος καὶ μετ' αὐτῆς ἀποδημήσας πρὸς τὸν Θεόν· ὅτι αὐτὸς τὸ ἴδιον ἐπιγινώσκων, προσδέξεται αὐτὸν ἐν τοῖς κόλποις αὑτοῦ·  ὁμοδίαιτος γὰρ Ἀγγέλων ἔσται καὶ σὺν Χριστῷ βασιλεύσει ὁ τῆς ἀγάπης ἐργάτης. ∆ι' αὐτῆς γὰρ καὶ Θεὸς Λόγος ἐπὶ τῆς γῆς παρεγένετο· δι' αὐτῆς καὶ ὁ παράδεισος ἀνέῳκται ἡμῖν, καὶ ἄνοδος εἰς οὐρανὸν ἀνεδείχθη πᾶσιν. Ἐχθροὶ ὑπάρχοντες τῷ Θεῷ, δι' αὐτῆς κατηλλάγημεν. Εἰκότως οὖν εἴπομεν ὅτι ἡ ἀγάπη ὁ Θεός ἐστι·  καὶ ὁ μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ ἐν τῷ Θεῷ μένει.


25 Ιαν 2016

Γρηγόριος ο Θεολόγος: Γνωμικά τετράστιχα, ποίημα ΛΓ




*Όταν κάποια προσβολή κάποτε καίει την ψυχή σου,
φέρε στο νού το Χριστό και τα χτυπήματα του
και πόσο μέρος απ'τις πληγές του Κυρίου είναι τούτα·
κι αυτό θα είναι το νερό να σβήσεις τη λύπη σου.

*Ο έρωτας, η μέθη, η ζήλεια κι ο δαίμονας είναι ίσα·
όποιον χτυπήσουν, βουλιάζουν το μυαλό του·
το λιώσιμο, η προσευχή, τα δάκρυα, να τα φάρμακα.
Αυτή είναι η γιατρειά στα δικά μου πάθη.

*Τίποτα μή θεωρείς ισάξιο με τον πιστό φίλο,
που δεν τον έφερε το ποτήρι κι η ταραχή του καιρού·
αλλά αυτός δεν χαρίζει παρά μόνο ότι μας συμφέρει.
Αναγνώριζε όρια της έχθρας, όχι όμως της φιλίας.

*Γιατί να θεωρούμαι αίτιο για όλα το δόλιο
εχθρό, αφού του δίνομε εξουσία με τον τρόπο που ζούμε;
Να κατηγορείς τον εαυτό σου ή για όλα ή για τα πιο πολλά·
τη φωτιά βάζομε εμείς, η φλόγα είναι του Πνεύματος.

*Η όψη συναρπαστική, κρατήθηκα όμως·
δεν έστησα είδωλο στην αμαρτία.
Άν στήσεις είδωλο, που καιρός για πράξεις;
αυτά της πάλης τα σκαλιά με τον εχθρό. 

*Τ'ωραιότερο δώρο για το Θεό είναι ο τρόπος·
κι αν υποφέρεις τα πάντα, τίποτ'άξιο δε θα υποφέρεις.
Ότι δίνει κι ένας φτωχός αυτό να προσφέρεις.
Ο καθαρός δε μοιράζεται την αμοιβή της πόρνης.

Για την ανθρώπινη φύση

Μόνος μου χτες από τις πίκρες στραγγισμένος
Σε δάσος σύσκιο βαρύθυμος καθόμουν.
Μ᾿ αρέσει, αλήθεια, αυτό το φάρμακο στις θλίψεις,
με την ψυχή μου στη σιγαλιά να κρυφοκουβεντιάζω.
Αύρες ψιθύριζαν μ’ αηδόνια καλλικέλαδα
κι απ’ τα κλαδιά γλυκό αποκάρωμα χυνόταν,
στη μαύρη μου βαρυθυμιά. Και πάνω απ’ τα δέντρα
φίλοι του ήλιου, γλυκύφθογγοι του στέρνου τραγουδιστάδες
φλύαρα τζιτζίκια πλημμύριζαν το δάσος.
Κοντά, ανάμεσα στο δάσος, ρυάκι δροσερό
μού ’βρεχε τα πόδια γλυκά γλυκά κυλώντας.
Πώς με συνείχε ωστόσο δυνατή η οδύνη
κι έτσι δε με τραβούσαν διόλου ετούτα. Ο νους,
σαν τον στομώνει ο πόνος, τέρψεις δε γυρεύει.
Κι εγώ μέσα στις συστροφές της ταραγμένης σκέψης
σ’ αντίμαχες ιδέες παραδομένος:
Ποιος ήμουν, ποιος είμαι, τι θα γενώ; Δεν ξέρω καθαρά.
Κι άλλος σοφότερός μου ούτε κι εκείνος.
Κι έτσι μέσα σε σύννεφο μπλεγμένος
μάταια προχωρώ, μη έχοντας ούτε στ’ όνειρο όσα ποθεί η ψυχή μου
[...]
Είμαι μηδέν. Μα γιατί οι συμφορές με δέρνουν έτσι, σαν να ‘μαι κάτι;
Το πρώτο κλάμα έριξα, σαν γλίστρησα απ’ της μάνας μου τα σπλάχνα,
για όλα όσα μου μέλλονταν να συναντήσω πάθια
πριν κιόλας τη ζωή αγγίξω.
 [...]
Όλη η γενιά μας πλημμύρισε με θλίψη
κομμάτι γης δε μένει ειρηνικό, πέλαγο χωρίς ανέμους.
Οι εποχές σπαρασσόμενες, τη μια διώχνει η άλλη
τη μέρα η νύχτα ρούφηξε, τα ουράνια η σκοτεινή αντάρα,
ο ήλιος έσβησε των αστεριών τη λάμψη, το νέφος εκάλυψε
κι εκεινού τη φαύση,
παλεύει το φεγγάρι σε ουρανό μισάστερο.
Τριάδα, Βασίλισσα σοφή, λυπήσου με. Δεν έχεις ούτε συ
την ασυλλόγιστη των θνητών γλώσσα ξεφύγει.
Πρώτα ο Πατέρας κι ύστερα κι ο Μέγας Γιος και τρίτο
το Πνεύμα του μεγάλου Θεού τη φλυαρία μου δεχθείτε.

Μέριμνα κακόγνωμη που θα με πάς ακόμη;
Σταμάτα, κι άκουσέ με. Μπρος στο Θεό όλα δεύτερα.
Μάταια δε μ’ έπλασε ο Θεός. Πάλι στον ύμνο βρίσκομαι
μικρόψυχος και λίγος.
Σκοτάδι εδώ, κι εκεί ο Λόγος, όλα θα τα κατανοήσεις
ή τον Θεό αντικρίζοντας ή στη φωτιά να τυραννιέσαι.
Έτσι σαν μου μίλησε ο νους, μαλάκωσε κι ο πόνος.
Κι από το σκιερό δάσος χτες γυρίζοντας στο σπίτι,
μια χαμογέλαγα παράξενα
και μια σιγόκαιγε η καρδιά με σκέψη ανταριασμένη.

Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος
Ποιήματα Ηθικά

(μτφρ.: π.Βασίλειος)

19 Ιαν 2016

Χρεία υπομονής

Η ζωή του ανθρώπου, παιδί μου, είναι θλίψις, διότι είναι στην εξορία. Μη ζητής τελείαν ανάπαυσιν. Ο Χριστός μας σηκωσε τον σταυρόν, και ημείς θα σηκώσωμεν. Όλας τα θλίψεις εαν τας υπομένωμεν ευρίσκωμεν Χάριν παρά Κυρίου. Δι’ αυτό μας αφήνει ο Κύριος να πειραζώμεθα. δια να δοκιμάζη τον ζήλον και την αγάπην προς αυτόν όπου έχομεν. Δι’ αυτό χρεία υπομονής. Χωρίς υπομονήν δεν γίνεται ο άνθρωπος πρακτικός, δεν μανθάνει τα πνευματικά, δεν φθάνει εις μέτρα αρετής και τελειώσεως.


Γέρων Ιωσήφ Ησυχαστής

17 Ιαν 2016

ΕΚΕΙΝΟΣ κι εμείς

«Απήντησαν αυτώ δέκα λεπροί άνδρες, οι έστησαν πόρρωθεν...» (Λουκ. 17, 12)

Θαύμα και διδασκαλία

Οι δέκα λεπροί κι ο Χριστός είναι τα πρόσωπα του θαύματος. Ας δούμε τη στάση των 10 λεπρών μπροστά στο Χριστό! Ποια ήταν αυτή η στάση; Δεν ήταν μία η στάση. Τέσσερις στάσεις βλέπουμε ν’ αλλάζουν οι λεπροί. Αλλά κι όλοι οι άνθρωποι μπροστά στο Χριστό παίρνουν, πρέπει να παίρνουν, αυτές τις στάσεις των 10 λεπρών. Ας δούμε αυτές τις τέσσερις στάσεις, όπως φωτογραφίζονται μέσα στο Ευαγγέλιο.

1. Συναίσθηση

Πού στέκουν οι 10 λεπροί; Στέκουν μακριά, πολύ μακριά. «Έστησαν πόρρωθεν». Βλέπουν το Χριστό από μακριά, απ’ τον έρημο τόπο που μένουν. Θέλουν να τον πλησιάσουν, να τον δουν από κοντά. Μα δεν μπορούν. Δεν τολμούν να πλησιάσουν κανένα άνθρωπο της κοινωνίας. Καταραμένη και κολλητική τότε η αρρώστια της λέπρας, τους υποχρέωνε να μένουν μακριά απ’ τις πόλεις και τα χωριά, μακριά απ’ τους υγιείς ανθρώπους. 
Ακάθαρτοι οι 10 λεπροί την εποχή εκείνη. Μα και σήμερα υπάρχουν οι ακάθαρτοι. Όχι οι ακάθαρτοι απ’ τη λέπρα και τις άλλες κολλητικές αρρώστιες. Αυτοί είναι λίγοι, γιατί η επιστήμη συνεχώς προοδεύει και βρίσκει φάρμακα, που αρρώστιες αγιάτρευτες άλλοτε και κολλητικές, σαν τη λέπρα, θεραπεύονται και γίνονται ακίνδυνες. Τι γίνεται όμως με τους άλλους τους πολλούς, πούνε ακάθαρτοι στην ψυχή; Και ποιος είναι καθαρός στην ψυχή; «Τις γάρ καθαρός έσται από ρύπου; Αλλ’ ουδείς, εάν και μία ημέρα ο βίος αυτού επί της γης» (Ιώβ 14, 4. 5). Ποιος είναι καθαρός απ’ την αμαρτία;
Όλοι ανεξαιρέτως. Ένας υπήρξε ο Καθαρός. Ένας βρέθηκε, που μπόρεσε ν’ απευθύνει το ερώτημα: «Τις εξ υμών ελέγχει με περί αμαρτίας;» (Ιωάν. 8, 46). Είχε συνείδηση της αναμαρτησίας του. Και αυτός είναι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός.
Αυτή η βαθειά συναίσθηση, η οποία συνέχει τον αμαρτωλό που πιστεύει, τον κάνει να στέκει «πόρρωθεν», μακριά. Να στέκει με δέος και ευλάβεια. Και αν τελικά ο αμαρτωλός προσέρχεται και πλησιάζει το Χριστό και δέχεται τη θεία Κοινωνία, το κάνει όχι γιατί θεωρεί τον εαυτό του άξιο, αλλά γιατί «θαρρεί εις το έλεος της ευσπλαχνίας» του Θεού. Πλησιάζει το Χριστό με το θάρρος που του δίνει ο ίδιος, όταν λέει: «Δεύτε προς με πάντες». Πλησιάζει, αλλά πλησιάζει όχι μηχανικά ή ασυναίσθητα, αλλά «τρέμων τε και χαίρων άμα».

2. Κραυγή ικεσίας

Είναι η σκηνή της κραυγής. Οι 10 λεπροί κραυγάζουν. Η λέπρα δεν τους αφήνει να πλησιάσουν το Χριστό και να επικοινωνήσουν μαζί του. Αλλ’ αυτοί βρίσκουν τρόπο να επικοινωνήσουν με το Χριστό. Η φωνή τους είναι φωνή πίστεως. Μετά λόγια πού λένε αναγνωρίζουν το Χριστό σαν Κύριο, σαν παντοδύναμο Κύριο, που μπορεί να τους ελεήσει και να τους κάνη καλά. «Ιησού επιστάτα, ελέησον ημάς». Η φωνή τους ήταν ακόμα μια κραυγή ικεσίας. Δεν άνοιξαν απλώς το στόμα τους να παρακαλέσουν. Όχι! «Ήραν φωνήν». Σήκωσαν φωνή μεγάλη. Και όσοι πιστεύουν κραυγάζουν όπως οι 10 λεπροί. Κραυγάζουν το «Κύριε, ελέησον». Δεν το λένε μονάχα ψαλτά. Το λένε και με κραυγή, με αγωνία, με πίστη.

3. Υπακοή

Είναι η στάση της υπακοής. Για κοιτάξτε τους, υπακούουν πιστά σε κάτι που τους λέει ο Χριστός. Άκουσε ο Χριστός την κραυγή τους και τους ελεεί. Βλέπει τον πόνο τους και τη δυστυχία τους και τους θεραπεύει. Αλλά πώς τους θεραπεύει; Δεν τους θεραπεύει αμέσως μ’ ένα του λόγο ή μία του ενέργεια, όπως έκαμε σε τόσα άλλα θαύματα. Τους θεραπεύει διά της υπακοής. Τους θεραπεύει, αφού προηγουμένως δοκίμασε την πίστη τους με ένα πρόσταγμα που τους έδωσε. Τι τους είπε; «Πορευθέντες επιδείξατε εαυτούς τοις ιερεύσι». Τρέξτε, τους λέει, πηγαίνετε να δείξετε τους εαυτούς σας στους ιερείς. Tο θαύμα γίνεται στο δρόμο που τρέχουν για τους ιερείς. «Και εγένετο εν τω υπάγειν αυτούς εκαθαρίσθησαν». Η πίστη τους και η υπακοή τους στην εντολή του Χριστού βραβεύτηκε.
Για φαντασθήτε νάταν οι 10 λεπροί ανυπότακτοι, σαν μερικούς σημερινούς χριστιανούς, να περνούσαν την εντολή του Χριστού απ’ το κόσκινο της λογικής τους! -Και γιατί να πάμε στους Ιερείς να εξομολογηθούμε; Δεν μπορεί απ’ ευθείας ο Χριστός να μας συγχωρήσει τις αμαρτίες; Εγώ θα πάω απ’ ευθείας στο Χριστό, θα γονατίσω και θα του πω τ’ αμαρτήματα μου και θα συγχωρεθώ...
Αυτά λένε πολλοί χριστιανοί, που δεν θέλουν να ταπεινωθούν μπροστά στον πνευματικό και να εξομολογηθούν με συντριβή τα αμαρτήματα τους. Eίναι προσταγή του Χριστού: «Επιδείξατε εαυτούς τοις ιερεύσι». Δείξτε τον εαυτό σας, τις πληγές σας, τις αμαρτίες σας στον ιερέα, στον πνευματικό. Πήγαινε, εξομολογήσου, θα επιστρέψεις καθαρός. Το έλεος του Χριστού, η αγάπη του Χριστού, το Αίμα του Χριστού καθαρίζει όλα τα αμαρτήματα.

4. Ευγνωμοσύνη

Είδατε, αδελφοί μου, τις τρεις στάσεις των 10 λεπρών; Και στις τρεις στάσεις είναι και οι 10 μαζί. Ό,τι κάνει ο ένας κάνουν και οι άλλοι. Μαζί στην απομόνωση, μαζί στη θλίψι, μαζί στην κραυγή της ικεσίας, μαζί στο τρέξιμο για τους ιερείς. Δεν είναι όμως μαζί στην τέταρτη και τελευταία στάση. Εκεί χωρίζουν. Δεν είναι μαζί στην επιστροφή.
Οι 9 επιστρέφουν στα σπίτια τους, στους δικούς τους. Ο ένας μονάχα επιστρέφει στο Χριστό. Τον βρίσκει, και με μάτια πλημμυρισμένα από δάκρυα πέφτει στα πόδια του και με φωνή μεγάλη και ισχυρή δοξάζει το Θεό, ευχαριστεί το Χριστό για τη μεγάλη δωρεά. Όπως κραύγαζε, όπως φώναζε παρακαλώντας, έτσι τώρα φωνάζει δοξολογώντας. -Χριστέ, σ’ ευχαριστώ... Μα είναι μόνος στη στάση αυτή της ευγνωμοσύνης. Κι ο Χριστός εκφράζει το παράπονο: «Ουχί οι δέκα εκαθαρίσθησαν; Οι δε εννέα πού;».
Χριστέ μου, σ’ ακούω και σήμερα να κάνεις το ίδιο παράπονο: -Όλους δεν τους αγαπώ; Για όλους δεν σταυρώθηκα; Πούνε τώρα οι 9; Πούνε οι πολλοί; Πούνε οι περισσότεροι; Δεν αισθάνονται την ανάγκη να δοξολογήσουν το Θεό;
Χριστέ, ακούμε και σήμερα ν’ απευθύνεις το παράπονο: «Ουχί οι δέκα εκαθαρίσθησαν; οι δε εννέα πού;». Συ γνωρίζεις πού είναι οι 9, πού γυρίζουν οι πιο πολλοί. Εμείς τίποτε άλλο δεν μπορούμε να πούμε, παρά να σε ικετεύσουμε να μας ελεήσεις. Ελέησε τον κόσμο σου, για τις αμαρτίες του, για την αποστασία του, και προ παντός για την αχαριστία του. «Ιησού επιστάτα, ελέησον ημάς».

απόσπασμα από Ευαγγελικό κύρηγμα ΑΡΧΙΜ. ΔΑΝΙΗΛ ΑΕΡΑΚΗ, ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΜΑΣ




16 Ιαν 2016

Ἅγιος Ἀντώνιος ὁ Μέγας

Οἱ ἄνθρωποι καταχρηστικά λέγονται λογικοί. Δεν εἶναι λογικοὶ ὅσοι ἔμαθαν ἀπλῶς τὰ λόγια καὶ τὰ βιβλία τῶν ἀρχαίων σοφῶν, ἀλλ' ὅσοι ἔχουν τὴ λογικὴ ψυχὴ καὶ μποροῦν νὰ διακρίνουν ποιὸ εἶναι τὸ καλὸ καἰ ποιὸ τὸ κακό καὶ ἀποφεύγουν τὰ πονηρὰ καὶ βλαβερὰ στὴν ψυχή, τὰ δὲ ἀγαθὰ καὶ ψυχωφελῆ, τὰ ἀποκτοῦν πρόθυμα μὲ τὴ μελέτη καὶ τὰ ἐφαρμόζουν μὲ πολλὴ εὐχαριστία πρὸς τὸν Θεό. Αὐτοὶ μόνοι πρέπει νὰ λέγονται ἀληθινὰ λογικοὶ ἄνθρωποι.


Ἐφ᾿ ὅσον ἐννοεῖς τὰ περὶ Θεοῦ, νὰ εἶσαι εὐσεβής, χωρὶς φθόνο, ἀγαθός, σώφρων, πράος, χαριστικὸς κατὰ δύναμιν, κοινωνικός, ἀφιλόνεικος καὶ τὰ ὅμοια. Διότι αὐτὸ εἶναι τὸ ἀπαραβίαστο ἀπόκτημα τῆς ψυχῆς, νὰ ἀρέσει στὸ Θεὸ μὲ τέτοιες πράξεις καὶ μὲ τὸ νὰ μὴν κρίνει κανέναν καὶ νὰ λέει γιὰ κανέναν, ὅτι ὁ δείνα εἶναι κακὸς καὶ ἁμάρτησε. Ἀλλὰ καλλίτερο εἶναι νὰ συζητᾶμε τὰ δικά μας κακά, καὶ νὰ ἐρευνᾶμε μέσα μας τὴ δική μας πολιτεία, ἐὰν εἶναι ἀρεστὴ στὸ Θεό. Διότι, τί μᾶς μέλει ἐμᾶς, ἐὰν ὁ ἄλλος εἶναι πονηρός;

14 Ιαν 2016

Για τον Ελύτη, για το "Άξιον Εστί", για όλους μας

«Εντολή σου» είπε «αυτός ο κόσμος

            και γραμμένος μες στα σπλάχνα σου είναι

            Διάβασε και προσπάθησε

            και πολέμησε» είπε


«Ο καθείς και τα όπλα του» είπε

«…Οι μαθητές μας στα σχολεία θα μπορούσαν να μάθουν την Ορθόδοξη διδασκαλία της Εκκλησίας μας μελετώντας απλά και μόνο τα λογοτεχνικά κείμενα των συγγραφέων της γενιάς του ΄30 διότι αυτοί οι λογοτέχνες είχαν διαβάσει και μελετήσει τα εκκλησιαστικά και πατερικά κείμενα από τα οποία εμπνεύστηκαν...»

Η ποιητική γλώσσα του Ελύτη διακρίνεται για την επίδραση από το λόγο του Ευαγγελίου και τη βυζαντινή υμνογραφία. Η βασική του ποιητική σύνθεση το «Άξιον εστίν» που διαιρείται σε τρία μέρη και τιτλοφορείται: «Η Γένεσις», «Τα Πάθη», «Δοξαστικόν» βασίζεται πάνω στη λειτουργική παράδοση. Σύμφωνα με τον Ανδριόπουλο η επιρροή του Ρωμανού του Μελωδού είναι εμφανής στο έργο του Ελύτη. Μάλιστα σημειώνει ότι «όπως έχει ο ίδιος ο Ελύτης αναφέρει, ακολούθησε το παράδειγμα του Ρωμανού για την αρχιτεκτονική του «Άξιον εστίν».

Ο Ελύτης είναι ο πρώτος και ο μόνος που ασχολήθηκε μέχρι σήμερα συστηματικά με την ποιητική του Ρωμανού του Μελωδού που τον έχει μελετήσει βαθιά και τονίζει πως «σε μια ενότητα του δοκιμίου του, ο Ελύτης προβαίνει σε μια επί τροχάδην αναφορά στην ελληνική ποίηση για να καταδείξει τη συμβολή του Ρωμανού στην αναζωογόνηση της, καθώς ο Ρωμανός έχει μια ιδιαίτερη αξία για τον Ελύτη ως εκφραστής της ελληνικότητας με όχημα τη γλώσσα. Είναι γι αυτόν ένας πυλώνας της ελληνικής συνέχειας.

O Μίκης Θεοδωράκης για τον Ελύτη και το 'Άξιον Εστί'                                                          Πηγή

Ο Οδυσσέας Ελύτης ήρθε να καταγράψει με τον ποιητικό λόγο του το αποκορύφωμα και το απόσταγμα ενός τιτάνιου ψυχικού, πνευματικού και ηθικού αγώνα μιας φυλής, που της έλαχε κάποτε ο κλήρος του πρωτοπόρου μέσα στην παγκόσμια εποποιία της ανθρώπινης κοινωνίας. Μετά την παρακμή φάνηκε να αχνοροδίζει η αυγή μιας καινούργιας εθνικής αναγέννησης. Σ' αυτό βοήθησαν οι εχθροί και οι βάρβαροι, γιατί ο Έλληνας ξυπνά, όταν τα όρια της ντροπής και της βίας έχουν φτάσει στο έσχατο τους σημείο. Γεννήθηκε τότε μια "ποιητική" βιωματική των απλών ανθρώπων. Δηλαδή γέμισε ο τόπος με ανθρώπινες πράξεις, που με την υπέρβαση και τον οίστρο της αυτοκαταστροφής η της Θυσίας ήσαν αυτές καθ' εαυτές ανθρώπινα ποιήματα....

Ο Ελύτης για το 'Άξιον Εστί'                                                                                                         Πηγή

Όσο κι αν μπορεί να φανεί παράξενο, την αρχική αφορμή να γράψω το ποίημα μου την έδωσε η διαμονή μου στην Ευρώπη τα χρόνια του '48 με '51. Ήταν τα φοβερά χρόνια όπου όλα τα δεινά μαζί - πόλεμος, κατοχή, κίνημα, εμφύλιος - δεν είχανε αφήσει πέτρα πάνω στην πέτρα. Θυμάμαι την μέρα που κατέβαινα να μπω στο αεροπλάνο, ένα τσούρμο παιδιά που παίζανε σε ένα ανοιχτό οικόπεδο. Το αυτοκίνητό μας αναγκάστηκε να σταματήσει για μια στιγμή και βάλθηκα να τα παρατηρώ.

Ήτανε κυριολεκτικά μες τα κουρέλια. Χλωμά, βρώμικα, σκελετωμένα με γόνατα παραμορφωμένα, με ρουφηγμένα πρόσωπα. Τριγυρίζανε μέσα στις τσουκνίδες του οικοπέδου ανάμεσα σε τρύπιες λεκάνες και σωρούς σκουπιδιών. Αυτή ήταν η τελευταία εικόνα που έπαιρνα από την Ελλάδα. Και αυτή, σκεπτόμουνα, ήταν η μοίρα του Γένους που ακολούθησε τον δρόμο της Αρετής και πάλεψε αιώνες για να υπάρξει.

Πριν περάσουν 24 ώρες περιδιάβαζα στο Ουσί της Λωζάννης, στο μικρό δάσος πλάι στη λίμνη. Και ξαφνικά άκουσα καλπασμούς και χαρούμενες φωνές. Ήταν τα Ελβετόπαιδα που έβγαιναν να κάνουν την καθημερινή τους ιππασία. Αυτά που από πέντε γενεές και πλέον, δεν ήξεραν τι θα πει αγώνας, πείνα, θυσία. Ροδοκόκκινα, γελαστά, ντυμένα σαν πριγκιπόπουλα, με συνοδούς που φορούσαν στολές με χρυσά κουμπιά, περάσανε από μπροστά μου και μ' άφησαν σε μια κατάσταση που ξεπερνούσε την αγανάκτηση.
Ήτανε δέος μπροστά στην τρομακτική αντίθεση, συντριβή μπροστά στην τόση αδικία, μια διάθεση να κλάψεις και να προσευχηθείς περισσότερο, παρά να διαμαρτυρηθείς και να φωνάξεις. Ήτανε η δεύτερη φορά στη ζωή μου - η πρώτη ήτανε στην Αλβανία - που έβγαινα από το άτομό μου, και αισθανόμουν όχι απλά και μόνο αλληλέγγυος, αλλά ταυτισμένος κυριολεκτικά με τη φυλή μου.

Και το σύμπλεγμα κατωτερότητας που ένιωθα, μεγάλωσε φτάνοντας στο Παρίσι. Δεν είχε περάσει πολύς καιρός από το τέλος του πολέμου και τα πράγματα ήταν ακόμη μουδιασμένα. Όμως τι πλούτος και τι καλοπέραση μπροστά σε μας! Και τι μετρημένα δεινά επιτέλους μπροστά στα ατελείωτα τα δικά μας!

Δυσαρεστημένοι ακόμα οι Γάλλοι που δεν μπορούσαν να 'χουν κάθε μέρα το μπιφτέκι και το φρέσκο τους βούτυρο, δυσανασχετούσανε. Υπάλληλοι, σοφέρ, γκαρσόνια, με κοιτάζανε βλοσυρά και μου λέγανε: εμείς περάσαμε πόλεμο Κύριε! Κι όταν καμιά φορά τολμούσα να ψιθυρίσω ότι ήμουν Έλληνας κι ότι περάσαμε κι εμείς πόλεμο με κοιτάζανε παράξενα: α, κι εσείς έ;
Καταλάβαινα ότι ήμασταν αγνοημένοι από παντού και τοποθετημένοι στην άκρη-άκρη ενός χάρτη απίθανου. Το σύμπλεγμα κατωτερότητας και η δεητική διάθεση με κυρίευαν πάλι. Ξυπνημένες μέσα παλαιές ενστικτώδεις διαθέσεις άρχισαν να αναδεύονται και να ξεκαθαρίζουν.
Η παραμονή μου στην Ευρώπη με έκανε να βλέπω πιο καθαρά το δράμα του τόπου μας. Εκεί αναπηδούσε πιο ανάγλυφο το άδικο που κατάτρεχε τον ποιητή. Σιγά-σιγά αυτά τα δύο ταυτίστηκαν μέσα μου.
Το επαναλαμβάνω, μπορεί να φαίνεται παράξενο, αλλά έβλεπα καθαρά ότι η μοίρα της Ελλάδας ανάμεσα στα άλλα έθνη ήταν ό,τι και η μοίρα του ποιητή ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους - και βέβαια εννοώ τους ανθρώπους του χρήματος και της εξουσίας.

Αυτό ήταν ο πρώτος σπινθήρας, ήταν το πρώτο εύρημα. Και η ανάγκη που ένιωθα για μια δέηση, μου 'δωσε ένα δεύτερο εύρημα. Να δώσω, δηλαδή, σ' αυτή τη διαμαρτυρία μου για το άδικο τη μορφή μιας εκκλησιαστικής λειτουργίας. Κι έτσι γεννήθηκε το «Άξιον Εστί». 

Διαβάστε όλο το 'Άξιον Εστί' εδώ



"Δεν προσκολλάται τόσο πολύ η μητέρα στο βρέβος που θηλάζει, όσο ο νέος της αγάπης στον Κύριο"

Αγ. Ιωάννης ο Σιναίτης

" Το να θαυμάζει κανείς τους κόπους των αγίων είναι καλό, το να τους ζηλεύει όμως είναι αφορμή σωτηρίας"

Αγ. Ιωάννης ο Σιναίτης

"Μην κλαις γι'αυτόν που αδικήθηκε, κλάψε γι'αυτόν που αδικεί"

Αγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος

12 Ιαν 2016

Γιατί γράφω ποίηση

Επειδή τους μήνες που έζησα στην Αμοργό
έβλεπα κάθε απόγευμα μια όμορφη γυναίκα
να τρέχει στο νεκροταφείο
για να πει τα νέα της ημέρας

στον άντρα της.

Χάρης Βλαβιανός

Μνήμη Θανάτου

...Ο πατέρας μου ήταν ένας ντροπαλός άνθρωπος. Μιλούσε λίγο, και έτσι μιλούσαμε λίγο και μεταξύ μας. Ανήμερα το Πάσχα αισθάνθηκε λίγο αδιάθετος και ξάπλωσε. Κάθισα κοντά του και για πρώτη φορά στη ζωή μας μιλήσαμε τελείως ανοιχτά.

Δεν ήταν τόσο τα λόγια μας που ήταν σημαντικά. Ήταν ένα άνοιγμα του μυαλού και της καρδιάς.
Οι πόρτες άνοιξαν. Η σιωπή ήταν τόσο ανοιχτή και βαθιά όσο και οι λέξεις.

Κατόπιν έπρεπε να φύγω. Χαιρέτησα όλους όσοι ήταν στο δωμάτιο, αλλά όχι αυτόν, επειδή αισθάνθηκα πως, έχοντας συναντηθεί με τον τρόπο που είχαμε συναντηθεί, δεν ήταν δυνατό να αποχωριστεί ο ένας τον άλλο.

Δεν υπήρξε χαιρετισμός.

Δεν υπήρξε καν ένα «εις το επανιδείν», επειδή είχαμε συναντηθεί, και αυτό ήταν για πάντα.

Πέθανε την ίδια νύχτα. Θυμάμαι, όταν επέστρεψα από το νοσοκομείο όπου εργαζόμουν και μου είπαν πως είχε πεθάνει, προχώρησα στο δωμάτιό του και έκλεισα την πόρτα πίσω μου.

Αυτό που αντιλήφθηκα από την πρώτη στιγμή ήταν η ποιότητα και το βάθος της σιωπής, η οποία κατά κανένα τρόπο δεν ήταν μια απουσία θορύβου, σύμφωνα με την έκφραση του Γάλλου συγγραφέα Ζωρζ Μπερνανός, σε ένα από τα μυθιστορήματά του -«μια σιωπή που ήταν παρουσία».

Έπιασα μάλιστα τον εαυτό μου να λέει:


«και οι άνθρωποι τολμούν να λένε ότι υπάρχει ο θάνατος. Τι ψέμα»....


απόσπασμα κειμένου από: Andrew Walker - Κώστας Καρράς (επιμ.), Ζωντανή Ορθοδοξία στον σύγχρονο κόσμο, μτφρ Ιωσήφ Ροηλίδης, εκδ. Εστία, Αθήνα 2001



Γνώρισμα των αγγέλων είναι το να μην πέφτουν...
Γνώρισμα των ανθρώπων είναι να πέφτουν, αλλά και να σηκώνονται πάλι, όταν πέσουν.

Αγ. Ιωάννης ο Σιναΐτης

10 Ιαν 2016

Μα πως μπορεί να με καταλάβει ο Θεός; Μήπως έχει περάσει Αυτός αυτά που πέρασα εγώ;

Πηγή: εδώ & εδώ
Έχουμε πολλές φορές την εικόνα ενός απρόσιτου Θεού, ενός Θεού που είναι έξω από την ζωή και την πραγματικότητα. Ενός Θεού που οι δυσκολίες και οι πειρασμοί μας δεν το αγγίζουν. Όμως, ο Ιησούς Χριστός, αυτός «μέσα στον οποίο κατοικεί ολόκληρο το πλήρωμα της θεότητας σωματικά» (Προς Κολοσσαείς 2:9) πέρασε απ’ όλα αυτά. Απ’ όλα όσα εσύ μπορεί να περνάς, απ όλους τους πειρασμούς και τα κύματα που μπορεί να σε χτυπούν, ο Ιησούς πέρασε. Και γι’ αυτό μπορεί να σε καταλάβει. Μπορεί να συμπαθήσει απόλυτα τον ανθρώπινο πόνο, την ανθρώπινη αδυναμία, την ανθρώπινη ψυχή με τις ασθένειες και τις επιθυμίες της. Ο Ιησούς Χριστός συμπαθεί αυτή την στιγμή αυτό που μπορεί να σε πονάει. Ο Ιησούς Χριστός συμπαθεί αυτή την στιγμή αυτό που μπορεί να σε βασανίζει. Ο Ιησούς Χριστός συμπαθεί αυτή την στιγμή την κάθε αδυναμία, το κάθε σου πρόβλημα, το κάθε δάκρυ σου και την κάθε αγωνία σου.

Το αποστολικό ανάγνωσμα της σημερινής Κυριακής (Κυριακή μετά τα Φώτα) είναι παρμένο από την προς Εφεσίους Επιστολή του Αποστόλου Παύλου ( Εφ. δ΄ 7-13).


Για το αποστολικό ανάγνωσμα βλέπε εδώ

Το αποστολικό ανάγνωσμα δεν αναφέρεται συγκεκριμένα στο γεγονός της Βάπτισης του Ιησού Χριστού, αλλά παραπέμπει στο μυστήριο της θείας οικονομίας για τη σωτηρία των ανθρώπων, το οποίο αποκάλυψε στην ανθρωπότητα ο Ιησούς Χριστός με την ενανθρώπησή του. Ο κάθε άνθρωπος που λαμβάνει το Άγιο Βάπτισμα γίνεται μέλος του σώματος της Εκκλησίας και είναι πλέον συνδεδεμένος με την κεφαλή αυτού του σώματος, που είναι ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός.

Ο Απόστολος Παύλος χαρακτηρίζει τα διάφορα χαρίσματα-που είναι δωρεά στους πιστούς κατά την κρίση του Θεού και ανάλογα με την πίστη μας προς αυτόν- ως καρπό του Αγίου Πνεύματος και αυτά τα χαρίσματα καλείται να καλλιεργήσει ο άνθρωπος μέσα στην Εκκλησία «εις έργον διακονίας, εις οικοδομήν του Σώματος του Χριστού».

Ο Απόστολος Παύλος για να καταδείξει τον τρόπο με τον οποίο ο Ιησούς Χριστός μοίρασε και μοιράζει τα διάφορα χαρίσματα χρησιμοποιεί δύο εικόνες: «αναβάς εις ύψος ηχμαλώτευσεν αιχμαλωσίαν και έδωκε δόματα τοις ανθρώποις. το δε ανέβη τι εστιν ει μη ότι και κατέβη πρώτον εις τα κατώτερα μέρη της γης;».

Η άκρα ταπείνωση του Ιησού Χριστού δεν σταματά πάνω στο Σταυρό, αλλά κατέρχεται στα κατώτατα της γης, στον Άδη. Ο Άδης στη θεολογική ορολογία είναι η κατάσταση των ψυχών που στερούνται των ζωοποιών ενεργειών του Θεού.

Αλλά και ο Γρηγόριος Νύσσης αναφέρει χαρακτηριστικά για την ταπείνωση του Ιησού:

Πότε ήταν ταπεινωμένος; Όταν συναναστρεφόταν με τους αλιτήριους Ιουδαίους και τον αποκαλούσαν Σαμαρείτη και δαιμονισμένο (Ιω. 8, 48). Όταν ο Ιούδας ο Ισκαριώτης και τα γεννήματα του σκότους κρατούσαν τον αχώρητο για να τον θανατώσουν. Δεν έλεγε αδικαιολόγητα ο Ιωάννης γι αυτούς «γεννήματα εχιδνών, ποιος σάς συμβούλεψε να ξεφύγετε την μελλοντική οργή;» (Ματθ. 3, 7). Γιατί πραγματικά η οργή του Θεού θα μείνει επάνω τους.

Πότε ήταν ταπεινωμένος; Όταν αντιμετώπιζαν το βλαστό της επιείκειας με ραπίσματα και ζητούσαν απαντήσεις με όρκους από αυτόν που είναι δικαστής των όρκων (Μαρκ.14, 65).

Πότε ήταν ταπεινωμένος; Όταν δίκαζαν το δικαστή και έκριναν τον κριτή του κόσμου, όταν ο δούλος ρωτούσε και ο Κύριος σώπαινε, το φως ησύχαζε και το σκοτάδι γαυριούσε, το πλάσμα έδειχνε θρασύτητα και ο Δημιουργός έδειχνε υπομονή.

Πότε ήταν ταπεινωμένος; Όταν οι ταύροι χτυπούσαν με τα κέρατα και ο μόσχος στεκόταν, όταν το λιοντάρι βρυχιόταν και οι ταύροι κοίταζαν αγέρωχοι, όπως έχει γραφτεί: «με περικύκλωσαν πολλά μοσχάρια και με τριγύρισαν ταύροι καλοθρεμμένοι, άνοιξαν το στόμα τους καταπάνω μου σαν λιοντάρι αρπαχτικό» (Ψαλμ. 21, 12).

Πότε ήταν ταπεινωμένος; Όταν αλυχτούσαν τα σκυλιά και ο αφέντης έδειχνε ανοχή, όταν οι λύκοι είχαν βγει για ν αρπάξουν και το πρόβατο ήταν παρόν εκεί. Όταν ο ληστής δεχόταν πρόσκληση στη ζωή, ενώ η ζωή του κόσμου συρόταν στο θάνατο, όταν έβγαζαν τις άτακτες και θεοκτόνες εκείνες φωνές «άρον, άρον, σταύρωσον αυτόν. Το αίμα του επάνω σ εμάς και τα παιδιά μας» (Ιω. 19, 15. Ματθ. 27, 25), οι φονιάδες του Κυρίου και των προφητών, οι θεομάχοι, οι μισόθεοι, οι υβριστές του νόμου, οι πολέμιοι της χάριτος, οι εχθροί της πίστης των πατέρων, οι συνήγοροι του διαβόλου, τα γεννήματα των εχιδνών, οι ψιθυριστές, οι καταλαλητές, εκείνοι που είχαν βουτηγμένο το νού τους στο σκοτάδι, η ζύμη των Φαρισαίων (Ματθ. 16, 6. Μάρκ. 8, 15. Λουκ. 12, 1), το συνέδριο των δαιμόνων, οι μιαροί, οι πάμφαυλοι, οι λιθοβολιστές, οι μισόκαλοι. Και δικαιολογημένα φώναζαν, «άρον, άρον, σταύρωσον αυτόν». Γιατί τους καταπλάκωνε η παρουσία της θεότητας με σάρκα και τους δυσαρεστούσε ο έλεγχος για τον τρόπο ζωής τους. Είναι συνήθεια πάγια των αμαρτωλών να μισούν τη συναναστροφή των δικαίων.

Πότε ήταν ταπεινωμένος; Όταν τον φραγγέλωσαν και βασάνιζαν το Άγιο σώμα εκείνου που υπέφερε θεληματικά τα πάθη, για να θεραπεύσει τις παλιές πληγές των αμαρτημάτων μας. όταν σήκωσε στους ώμους του το ξύλο του σταυρού το τρόπαιο κατά του διαβόλου, όταν έβαζαν στεφάνι από αγκάθια σ εκείνον που στεφανώνει όσους πιστεύουν σ αυτόν. Όταν φόρεσαν την πορφύρα σ αυτόν που χαρίζει αφθαρσία σε όσους αναγεννιούνται με νερό και Πνεύμα Άγιο (Ιω. 3, 5. Ματθ. 27, 48).όταν κάρφωσαν στο ξύλο αυτόν που είναι Κύριος της ζωής και του θανάτου.

Πότε ήταν ταπεινωμένος; Όταν οι στρατιώτες θριάμβευαν περιπαίζοντας τον Κύριο της στρατιάς των ουρανών.

Πότε ήταν ταπεινωμένος; Όταν έδεσαν στο καλάμι σπόγγο γεμάτο με ξίδι και τον πότιζαν δίνοντας χολή, αυτόν που τους έριξε το μάννα σά βροχή (Εξ. 16, 13-15).Όταν έσπαζαν οι πέτρες και σκιζόταν το καταπέτασμα του ναού κατάπληκτα από το θράσος των αλιτηρίων, όταν ο ήλιος πενθούσε και φορούσε το σκότος σαν πένθιμο σάκκο πενθώντας την πτώση των Ιουδαίων, γιατί η ημέρα θρηνούσε τις συμφορές των Ιουδαίων, όταν η ζωή ήταν κρεμασμένη ανάμεσα στους ληστές και ο ένας τον χλεύαζε και τον κατηγορούσε, ενώ ο άλλος με τη μετάνοιά του λήστευε τον Παράδεισο (Λουκ. 23, 39-43).

Πότε ήταν ταπεινωμένος; Όταν το σώμα παραδινόταν για την ταφή.

Πότε ήταν ταπεινωμένος; Όταν οι στρατιώτες φύλαγαν και η γη έκρυβε αυτόν που στήριξε τη γη πάνω στα νερά (Γεν. 1, 9). Όταν οι απόστολοι κρύβονταν μη μπορώντας να υποφέρουν τον όγκο των πειρασμών.

Αλλά πρόσεχε, αγαπητέ, τα θαύματα του Θεού και τα κατορθώματα της χαράς μετά το πάθος. Ο περιφρονημένος μεταβαλλόταν σε ένδοξο και η χαρά του κόσμου ανασταίνεται άφθαρτη μαζί με το σώμα. Τότε είχε ωδίνες η γη και κυοφόρησε η ημέρα και ο θάνατος απέβαλε τη ζωή των όλων. Δεν ήταν δυνατό να κρατήσει ο θάνατος Εκείνον που κρατεί τα πάντα με το λόγο του. (Γρηγορίου επισκόπου Νύσσης)

Ο Ιησούς Χριστός λοιπόν δεν τελειώνει την αποστολή του επί του Σταυρού, αλλά κατέβηκε μέχρι τον Άδη και κήρυξε στα «εν φυλακή πνεύματα» (Α΄ Πετρ. 3,19). Εκεί στον Άδη κατέβηκε μόνος του αλλά στη συνέχεια ανέβηκε φέρνοντας πολλούς μαζί του και διέλυσε ουσιαστικά το βασίλειο, την κυριαρχία του Άδη στις ψυχές των ανθρώπων. Στη συνέχεια αναλήφθηκε στους ουρανούς και κάθισε στα δεξιά του Θεού Πατέρα, όπου δεν ήταν μόνος αλλά έφερε μαζί Του και την ανθρώπινη φύση, την οποία προσέλαβε με την ενανθρώπησή Του. Έτσι η ανθρωπότητα αποκτά και πάλιν τον «αρχαίον κάλλος», τη δυνατότητα της κοινωνίας με τον Θεό.

Όλοι όσοι έχουμε λάβει το μυστήριο του Αγίου Βαπτίσματος είμαστε μέτοχοι της χάριτος, φορείς των χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος. Όμως, οφείλουμε να ενθυμούμαστε αυτό που ο  Παύλος είπε: «Αγνοείτε ότι όσοι εβαπτίσθημεν εις Χριστόν Ιησούν, εις τον θάνατον αυτού εβαπτίσθημεν; Συνετάφημεν λοιπόν μετ’αυτού διά του βαπτίσματος εις τον θάνατον, ίνα καθώς ο Χριστός ανέστη εκ νεκρών διά της δόξης του Πατρός, ούτω και ημείς περιπατήσωμεν εις νέαν ζωήν.» (Ρωμ. ς΄3,4).

Οφείλουμε λοιπόν αδελφοί, να κάνουμε υπομονή στους πειρασμούς και τις πρόσκαιρες δυσκολίες της ζωής μας και να μη γογγύζουμε κατά του Θεού. Να αφήσουμε το Άγιον Πνέυμα να καθαρίσει τις αμαρτίες μας καθώς ο Θεός είπε: «Θέλω . . . αποκαθαρίσει την σκωρίαν σου και αφαιρέσει όλον σου τον κασσίτερον.» (Ησ. α΄25). Και να εργασθούμε τα χαρίσματα που λάβαμε κατά την βάπτισή μας συμβάλλοντας «εις την ενότητα της πίστεως» και αποβλέποντας στη δόξα του Θεού. 

9 Ιαν 2016

Βάρος πλακώνει τὰ σωθικά μου

Σχετική εικόνα












Βάρος πλακώνει
Τὰ σωθικά μου.
Νύχτα τῆς λησμονιᾶς
Μοῦ πλάνεψε τὰ χείλη.
Ἀπόμεινα μονάχος
Νὰ κυλιέμαι
στὰ φαντάσματα.

Εἶναι ἡμέρα Σάββατο
παραμονή.
Οἱ Μαρίες θὰ σηκωθοῦνε
λίαν πρωί.
Νὰ μετανοήσω
ἀπὸ ἀγάπη μόνο
γιὰ τὸν μεγάλο

τῆς ψυχῆς μου ἔρωτα.

Μοναχός Ἀμόναχος, Ἀπὸ τὴ συλλογὴ «Ψυχή μου», ἐκδ. Δόμος, Ἀθήνα 1993