Ο Ων

Ο Ων
"Μην κοιτάς τ'αγκάθια...ψάξε για το ρόδο"

30 Απρ 2016

Το Μέγα Σάββατο... σύμβολο της ζωής μας

Κάθε χρόνο το Μεγάλο Σάββατο, μετά από την πρωινή ακολουθία και τη Θεία Λειτουργία, περιμένουμε τη νύχτα της Ανάστασης και το πλήρωμα της Πασχαλινής ευφροσύνης. Ξέρουμε ότι ώρα με την ώρα έρχεται αυτή η νύχτα και όμως πόσο αργό μας φαίνεται αυτό το πλησίασμα, πόσο μακρυά και ατέλειωτη είναι τούτη η ημέρα του Μεγάλου Σαββάτου! Αλλ’ όμως αυτή η σιγή, η θαυμαστή ησυχία του Μεγάλου Σαββάτου, δεν είναι το καλύτερο σύμβολο της ζωής μας σ’ αυτό τον κόσμο; Δεν είναι η ζωή μας εδώ στη γη μια συνεχής αναμονή; Δεν βρισκόμαστε πάντοτε στην «ενδιάμεση ημέρα» περιμένοντας το Πάσχα του Κυρίου, προετοιμάζοντας τον εαυτό μας για την ανέσπερη ημέρα της Βασιλείας Του;


Πρωτοπρεσβυτέρου Αλεξάνδρου Σμέμαν, ‘Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ’, Εκδ. Ακρίτας 1990

Η Εις Άδου Κάθοδος του Κυρίου

“Γιατί απέραντη σιωπή βασιλεύει σήμερα στη γη; Μεγάλη σιωπή, γιατί ο βασιλεύς κοιμάται. Η γη φοβήθηκε και ησύχασε, γιατί ο Θεός  με το σώμα (...) πέθανε και ο Άδης ετρόμαξε. Ο Θεός αυτούς που κοιμόνταν αιώνες, από τον Άδη ανέστησε (…). Σήμερα σώζεται όλος ο κόσμος, ορατός και αόρατος.

Σήμερα είναι διπλή η παρουσία του Δεσπότου Χριστού. Από τον ουρανό στη γη και από τη γη στα κατοχθόνια κατεβαίνει ο Χριστός. Οι πύλες του Άδου ανοίγονται. Χαρήτε όλοι εσείς που κοιμάσθε από τους πανάρχαιους αιώνες. Από επάνω φωνές που διέταζαν: Άρατε πύλας όχι ανοίξετε, αλλά ξερριζώστε τις από τα θεμέλια, βγάλτε τις τελείως από τον τόπο τους. ώστε να μην μπορούν πια να ξανακλείσουν. Άρατε πύλας, γιατί ήρθε ο Χριστός, η ουράνια θύρα. Ο Αδάμ ο πρωτοδημιούργητος και πρωτόπλαστος και πρωτόθνητος που βρισκόταν δεμένος γερά, άκουσε τα βήματα του Κυρίου, και αμέσως ανεγνώρισε την φωνή Του, καθώς επερπατούσε μέσα στη φυλακή.

Εισέρχεται ο Κύριος, κρατώντας το νικηφόρο όπλο του Σταυρού. Ύστερα τον πιάνει από το χέρι, τον σηκώνει επάνω και του λέει: Σήκω συ που κοιμάσαι και ανάστα από τους νεκρούς! Εγώ ο Θεός, που για χάρι σου έγινα υιός σου, δίνω ελευθερία και λέω στους φυλακισμένους: εξέλθετε. Αδάμ, δεν σε έπλασα, για να μένεις φυλακισμένος στον Άδη. Ανάστα εκ των νεκρών”


Άγιος Επιφάνιος Κύπρου

27 Απρ 2016

Παραίνεση για προκοπή στην τελειότητα - η Ποιμαντική σκέψη της Εβδομάδος


'Ο Θεός από κάθε άνθρωπο που είναι βαπτισμένος ζητάει αυτά τα τρία: Από την ψυχή ορθή πίστη, από την γλώσσα την αλήθεια και από το σώμα την σωφροσύνη'.


Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος

Η μάνα του Χριστού



Συμπόρευση στη μοναξιά του Χριστού


Αγαπώ τον Χριστό και μόνον για τη μοναξιά του. Και αυτή η μοναξιά δεν είναι απλώς η σωματική εγκατάλειψη από όλους μπροστά στον Σταυρό. Μόνον η Παναγία, ο Ιωάννης κι ένας ληστής τον συμπαραστάθηκαν. Ακόμη και ο θεός-Πατήρ τον εγκατέλειψε σωματικά («θεέ μου ίνα τί με εγκατέλιπες;»). 

Απείρως σκληρότερη μοναξιά είναι η ψυχική εγκατάλειψη. Κανείς δεν καταλάβαινε το νόημα της πράξης του, τη στιγμή που ο ίδιος ένιωθε τον Πόνο όλου του κόσμου, τον Πόνο όλων των ανθρώπων από Αδάμ ως τον τελευταίο άνθρωπο μέχρι συντέλειας του κόσμου. Περίλυπος έως θανάτου όχι για τον Σταυρό που τον περίμενε, αλλά για τον Πόνο του Ανθρώπου, είπε τελικά από Αγάπη: «Πατέρα, ας γίνει όπως θέλεις».

απόσπασμα ομιλίας του Χαρίτωνα Καρανάσιου: "Όταν πεθαίνει ο Θεός. Η μοναξιά του Χριστού". Διαβάστε ολόκληρη την ομιλία εδώ
 
Ας συμπορευθούμε και ας συσταυρωθούμε! Ας είμαστε κοντά στον Κύριο τόσο σωματικώς, παρακολουθώντας τις υπέροχες ακολουθίες της Εκκλησίας μας, όσο και ψυχικώς, με το να έχουμε τα ανάλογα, άγια και ουράνια αισθήματα.

Ας υποχωρήσουν οι ποικίλες έγνοιες και φροντίδες μας και ας δεσπόζουν μέσα μας τα γεγονότα της σωτηρίας μας. Ας μην είμαστε ξένοι προς τα αισθήματα του Κυρίου. Να σκεπτόμαστε τα Πάθη Του, με τα οποία μας λύτρωσε από τη σκλαβιά της αμαρτίας και τη δυναστεία του διαβόλου. Ας αποτελούν αυτά βαθειά ατμόσφαιρα της ψυχής μας. Ας νεκρώσουμε τα δικά μας πάθη και τον αμαρτωλό εαυτό μας και ας απομακρυνθούμε επιτέλους από τη ματαιότητα του κόσμου. Θα είναι τραγικό να εορτάζουμε τα Πάθη του Κυρίου και ουσιαστικά να Τον αφήνουμε και πάλι μόνο!

Ο απόστολος Παύλος το εξέφρασε απόλυτα αυτό, λέγοντας τα συγκλονιστικά λόγια: «Χριστῷ συνεσταύρωμαι· ζῶ δε οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δε ἐν ἐμοί Χριστός» (Γαλ. β’ 20).

Έτσι η Μεγάλη Εβδομάδα θα γίνει για μας κάτι παραπάνω από Μεγάλη. Θα γίνει αιώνια ζωή, ασύλληπτη ευτυχία και αρχή του Παραδείσου!

«Δεῦτε οὖν καὶ ἡμεῖς, κεκαθαρμέναις διανοίαις, συμπορευθῶμεν αὐτῷ, καὶ συσταυρωθῶμεν, καὶ νεκρωθῶμεν δι' αὐτόν, ταῖς τοῦ βίου ἡδοναῖς»

20 Απρ 2016


Μία ανακάλυψη - Η Ποιμαντική σκέψη της Εβδομάδος

Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος είπε: «Όταν ανακαλύπτεις την πόρτα της καρδιάς σου, ανακαλύπτεις την πύλη τ' ουρανού». Η ανακάλυψη τώρα του δικού μας εσωτερικού βάθους συμβαδίζει με την αναγνώριση του βάθους των άλλων. Καθένας μας έχει τη δική του απεραντοσύνη. Χρησιμοποιώ τη λέξη «απεραντοσύνη» σκόπιμα. Σημαίνει πως το βάθος δε μετριέται, όχι γιατί είναι τόσο μεγάλο που να μην το φτάνουν τα μέτρα μας, αλλά διότι η ποιότητα του δεν υπόκειται καθόλου σε μετρήσεις. 


Η απεραντοσύνη της προσωπικής μας κλήσεως είναι ότι μετέχουμε στη θεία φύση, και ότι ανακαλύπτοντας το προσωπικό μας βάθος ανακαλύπτουμε τον Θεό τον οποίο μπορούμε να ονομάσουμε αθέατο πλησίον μας, Άγιον Πνεύμα, Χριστό, Πατέρα. 

Anthony Bloom 

Μτφρ: Δ. Κόκκινος, από το βιβλίο Αντωνίου του Σουρόζ «Θέλει τόλμη η προσευχή», εκδ. Ακρίτας

18 Απρ 2016

Να μάθεις να φεύγεις

Από την ασφάλεια τρύπιων αγκαλιών
Από χειραψίες που σε στοιχειώνουν


Από την ανάμνηση μιας κάλπικης ευτυχίας
Να φεύγεις  - αθόρυβα, σιωπηλά, χωρίς κραυγές, μακρόσυρτους αποχαιρετισμούς


Να μην παίρνεις τίποτα μαζί, ούτε ενθύμια, ούτε ζακέτες για το δρόμο
Να τρέχεις μακρυά από δήθεν καταφύγια κι ας έχει έξω και χαλάζι


Να μάθεις να κοιτάς βαθιά στα μάτια όταν λες αντίο κι όχι κάτω ή το άπειρο
Να εννοείς τις λέξεις σου, μην τις εξευτελίζεις, σε παρακαλώ


Να μάθεις να κοιτάς την κλεψύδρα, να βλέπεις πως ο χρόνος σου τελείωσε


Όχι αγκαλιές, γράμματα, αφιερώσεις, κάποτε θα ξανασυναντηθούμε αγάπη μου
(Όλα τα βράδια και τα τραγούδια δεν θα είναι ποτέ δικά σας - αποδέξου το)


Να σταματήσεις να αγαπάς τον Μέλλοντα, όταν αυτό που έχεις είναι μόνο ο Ενεστώτας
Να φεύγεις από εκεί που δεν ξέρεις γιατί βρίσκεσαι - από 'κει που δεν ξέρουν γιατί σε κρατάνε


Να αποχωρίζεσαι τραγούδια που αγάπησες, μέρη που περπάτησες
Δεν έχεις τόση περιορισμένη φαντασία όσο νομίζεις


Μπορείς να φτιάξεις ιστορίες ολοκαίνουριες, με ουρανό κι αλάτι
Να θυμίζουν λίγο φθινόπωρο, πολύ καλοκαίρι κι εκείνη την απέραντη Άνοιξη


Να φεύγεις από εκεί που δε σου δίνουν αυτά που χρειάζεσαι
Από το δυσανάλογο, το μέτριο και το λίγο


Να απαιτείς αυτό που δίνεις να το παίρνεις πίσω - δεν τους το χρωτάς
Να μάθεις να σέβεσαι την αγάπη σου, το χρόνο σου και την καρδιά σου


Μην πιστεύεις αυτά που λένε - η αγάπη δεν είναι ανεξάντλητη, τελειώνει
Η καρδιά χαλάει, θα τη χτυπάς μια μέρα και δεν θα δουλεύει


Να μην συγχωρείς όσους δεν σου έπλυναν τα πόδια σου με δάκρυα μετανοίας
Να καταλάβεις πως οι δεύτερες ευκαιρίες είναι για τους δειλούς, οι τρίτες για τους γελοίους

Μην τρέμεις την αντιστοιχία λέξεων-εννοιών, να ονομάζεις σχέση την σχέση την κοροϊδία κοροϊδία
Να μαλώνεις τον εαυτό σου καμιά φορά που κάθεται και κλαψουρίζει σαν μωρό

κι εσύ κάθεσαι και του δίνεις γλυφιτζούρι μη και σου στεναχωρηθεί το βυζανιάρικο


Να μάθεις να ψάχνεις για αγάπες που θυμίζουν Καζαμπλάνκα, όχι συμβάσεις ορισμένου χρόνου
Και. Να μάθεις να φεύγεις. Από εκεί που ποτέ πραγματικά δεν υπήρξες


Να φεύγεις κι ας μοιάζει να σου ξεριζώνουν το παιδί από τη μήτρα
Να φεύγεις από όσα νόμισες γι' αληθινά, μήπως φτάσεις κάποτε σ' αυτά

Μενέλαος Λουντέμης

12 Απρ 2016

Ἀνεβαίνοντας τήν Κλίμακα


«Ὁ Θεός, ἀγαπητοί μου, δέν ἔχει ἀνάγκη ἀπό δάκρυα οὔτε ἐπιθυμεῖ νά πενθεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀπό τήν ὀδύνη τῆς καρδιᾶς του, ἀλλά μᾶλλον νά τόν βλέπει νά ἀγάλλεται καί νά εὐθυμεῖ ἐσωτερικά ἀπό τήν ἀγάπη του πρός Αὐτόν.» (Λόγος Ζ΄)

«Ὅσο ὑψηλή καί ἄν εἶναι ἡ ἀσκητική μας ζωή, ἐάν ἡ καρδιά μας δέν εἶναι εὐαίσθητη στήν ὀδύνη, ἀποβαίνει νοθευμένη καί ἀνωφελής ἡ πνευματική ζωή» (Λόγος Ζ΄)

«Ὅποιος ἀπέκτησε ἀγάπη διεσκόρπισε χρήματα. Ὅποιος ὅμως ἰσχυρίζεται πώς συμβιβάζει στήν ζωή του καί τά δύο, αὐταπατήθηκε....Μήν ἰσχυρίζεσαι ὅτι μαζεύεις χρήματα γιά τούς πτωχούς. Διότι δύο μόνο λεπτά ἀγόρασαν τήν οὐράνιο Βασιλεία (Λκ. κα΄2)  (Λόγος ΙΣΤ΄)

«Ἐπονήρευσε ἄσχημα ἡ παροῦσα γενεά καί κυριεύθηκε ἐξ’ ὁλοκλήρου ἀπό τήν οἴηση καί τήν ὑποκρισία. Ἴσως νά παρουσιάζει σωματικούς κόπους σάν ἐκείνους τῶν ἀρχαίων Πατέρων, ἀλλά δέν ἀξιώνεται νά λάβει καί τά χαρίσματα ἐκείνων. Ἄν καί, νομίζω, ποτέ ἄλλοτε ὅσο σήμερα ἡ ἀνθρώπινη φύση δέν εἶχε ἀνάγκη ἀπό χαρίσματα. Δικαίως ὅμως τό πάθαμε αὐτό, γιατί ὁ Θεός δέν ἐμφανίζεται στούς κόπους, ἀλλά στήν ἁπλότητα καί στήν ταπείνωση.» (Λόγος ΚΣΤ΄)


Ὅσιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, ὁ Σιναΐτης

Ευλόγησε τους εχθρούς μου, ω Κύριε!

Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, επισκόπου Αχρίδος

Ευλόγησε τους εχθρούς μου, ω Κύριε! Ακόμη κι εγώ τους ευλογώ και δεν τους καταριέμαι.

Οι εχθροί με έχουν οδηγήσει μέσα στην αγκάλη σου περισσότερο απ’ ότι οι φίλοι μου. Οι φίλοι με έχουν προσδέσει στη γη, ενώ οι εχθροί με έχουν λύσει από τη γη και έχουν συντρίψει όλες τις φιλοδοξίες μου στον κόσμο. Οι εχθροί με αποξένωσαν από τις εγκόσμιες πραγματικότητες και με έκαναν ένα ξένο και άσχετο κάτοικο του κόσμου. Όπως ακριβώς ένα κυνηγημένο ζώο βρίσκει ασφαλέστερο καταφύγιο από ένα μη κυνηγημένο, έτσι κι εγώ καταδιωγμένος από τους εχθρούς, έχω βρει το ασφαλέστερο καταφύγιο προφυλασσόμενος από το σκήνωμά σου, όπου ούτε φίλοι ούτε εχθροί μπορούν ν’ απολέσουν την ψυχή μου.

Ευλόγησε τους εχθρούς μου, ω Κύριε! Ακόμη κι εγώ τους ευλογώ και δεν τους καταριέμαι.

Αυτοί μάλλον, παρά εγώ, έχουν ομολογήσει τις αμαρτίες μου ενώπιον του κόσμου. Αυτοί με έχουν μαστιγώσει κάθε φορά που εγώ είχα διστάσει να μαστιγωθώ. Με έχουν βασανίσει κάθε φορά που εγώ είχα προσπαθήσει ν’ αποφύγω τα βάσανα. Αυτοί με έχουν επιπλήξει κάθε φορά που εγώ είχα κολακεύσει τον εαυτό μου. Αυτοί με έχουν κτυπήσει κάθε φορά που εγώ είχα παραφουσκώσει με αλαζονεία.

Ευλόγησε τους εχθρούς μου, ω Κύριε! Ακόμη κι εγώ τους ευλογώ και δεν τους καταριέμαι.

Κάθε φορά που είχα κάνει τον εαυτό μου σοφό, αυτοί με αποκάλεσαν ανόητο. Κάθε φορά που είχα κάνει τον εαυτό μου δυνατό, αυτοί με περιγέλασαν σαν να ήμουν νάνος. Κάθε φορά που θέλησα να καθοδηγήσω άλλους αυτοί με έσπρωξαν στο περιθώριο. Κάθε φορά που είχα σκεφθεί ότι θα κοιμόμουν ειρηνικά, αυτοί με ξύπνησαν από τον ύπνο. Κάθε φορά που προσπάθησα να χτίσω σπίτι για μια μακρά και ήρεμη ζωή, αυτοί το κατεδάφισαν και με έβγαλαν έξω. Στ’ αλήθεια οι εχθροί μου με έχουν αποσυνδέσει από τον κόσμο και άπλωσαν τα χέρια μου στο κράσπεδο του ιματίου σου.

Ευλόγησε τους εχθρούς μου, ω Κύριε! Ακόμη κι εγώ τους ευλογώ και δεν τους καταριέμαι.

Ευλόγησέ τους και πλήθυνέ τους! Πλήθυνέ τους και κάνε τους ακόμη πιο σκληρούς εναντίον μου. Ώστε η καταφυγή μου σε σένα να μη έχει επιστροφή, ώστε κάθε ελπίδα μου στους ανθρώπους να διαλυθεί ως ιστός αράχνης, ώστε απόλυτη γαλήνη ν’ αρχίσει να βασιλεύει στην ψυχή μου, ώστε η καρδιά μου να γίνει ο τάφος των δύο κακών διδύμων αδελφών της αλαζονείας και του θυμού. Ώστε να μπορέσω ν’ αποθηκεύσω όλους τους θησαυρούς μου εν ουρανοίς, ώστε να μπορέσω για πάντα να ελευθερωθώ από την αυταπάτη, η οποία με περιέπλεξε στο θανατηφόρο δίχτυ της απατηλής ζωής.

Οι εχθροί με δίδαξαν να μάθω –αυτό που δύσκολα μαθαίνει κανείς- ότι ο άνθρωπος δεν έχει εχθρούς στον κόσμο εκτός από τον εαυτό του.
Μισεί κάποιος τους εχθρούς του μόνο όταν αποτυγχάνει ν’ αναγνωρίσει ότι δεν είναι εχθροί αλλά σκληροί και άσπλαχνοι φίλοι.
Είναι πράγματι δύσκολο για μένα να πω ποιος μου έκανε περισσότερο καλό και ποιος μου έκανε περισσότερο κακό στον κόσμο· οι εχθροί ή οι φίλοι.

Γι’ αυτό ευλόγησε Κύριε και τους φίλους μου και τους εχθρούς.
«Ὁ Θεός καί ἡ ἁμαρτία κείτονται σέ δύο ἀντίθετες πλευρές. Κανείς δέν μπορεῖ νά γυρίσει τό πρόσωπο πρός τόν Θεό, ἐάν πρῶτα δέν γυρίσει τήν πλάτη στήν ἁμαρτία. Κανείς δέν μπορεῖ νά ἀγαπήσει τόν Θεό, ἐάν πρῶτα δέν μισήσει τήν ἁμαρτία».

«Ὅταν ὁ ἄνθρωπος στρέψει τό πρόσωπό του στό Θεό, ὅλοι οἱ δρόμοι ὁδηγοῦν σ’ Αὐτόν. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀποστρέψει τό πρόσωπό του ἀπό τόν Θεό, ὅλοι οἱ δρόμοι ὁδηγοῦν στήν καταστροφή»

ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς

11 Απρ 2016

Η απουσία του Θεού


Πρέπει να παραδεχτούμε πως ο Θεός μπορεί και να είναι απών. Αυτή η απουσία φυσικά είναι υποκειμενική, αφού ο Θεός είναι πάντα παρών για τον καθένα μας. Μπορεί εν τούτοις να μείνει αόρατος και δυσνόητος, να μας διαφεύγει. Όταν ο Θεός δε μας προσφέρεται, όταν δεν είμαστε σε θέση να νοιώσουμε την παρουσία Του, τότε πρέπει να βρούμε τη δύναμη να περιμένουμε με δέος και σεβασμό. 

Υπάρχει όμως κι άλλο ένα στοιχείο σ' αυτή την υποκειμενική απουσία του Θεού. Μια σχέση τότε μόνο μπορεί να είναι αληθινή όταν συντελείται σε κλίμα αμοιβαίας ελευθερίας. 

Συχνά νοιώθουμε πως δεν έχουμε παρά να αρχίσουμε να προσευχόμαστε, για να υποχρεώσουμε τον Θεό να μας φανερωθεί· να Τον αναγκάσουμε να μας ακούσει, να μας επιτρέψει να νιώσουμε την παρουσία Του, να μας βεβαιώσει ότι μας ακούει. Αν ήταν έτσι, η σχέση δε θα ήταν ελεύθερη, θα ήταν μηχανική, δε θα 'χε χαρά και αυθορμητισμό. Θα προϋπέθετε επιπλέον ότι βρισκόμαστε πάντοτε στην κατάλληλη φόρμα να δούμε τον Θεό. 

Η προσευχή στην εν Χριστώ ζωή- η Ποιμαντική Σκέψη της Εβδομάδος


Δεν μπορούμε να νιώσουμε μικροί και τιποτένιοι ενώπιον του Θεού, να νιώσουμε μηδαμινοί και ασήμαντοι, γιατί όσο κι αν πέσουμε χαμηλά, πάντα Εκείνος θα είναι χαμηλότερα. Όσο χαμηλά κι αν πέσουμε, βρίσκουμε τον Θεό με τα χέρια ανοιχτά, έτοιμα να μας δεχτεί στην αγκαλιά Του και να μας προστατεύσει. Ο Θεός μας δεν είναι ο Θεός των μεγάλων καθεδρικών ναών, αλλά είναι ένας από εμάς.
Αυτό αλλάζει και το νόημα της προσευχής. Δεν είναι πια επαιτεία, αλλά μια στιγμή εξαίσιας συνάντησης. Μια συνάντηση όχι με ένα ανώτερο ον, μπροστά στο οποίο πρέπει να τρέμουμε  ή να γονατίζουμε με δέος μόνο, αλλά με κάποιον που έχει τόση αγάπη για εμάς, ώστε έγινε ένα με εμάς.


Απόσπασμα ομιλίας από τον Antony Bloom, «Η προσευχή στην εν Χριστώ ζωή»

9 Απρ 2016

Στην αγάπη μπορούμε να απαντήσουμε μόνο με αγάπη και ευγνωμοσύνη, όταν χαιρόμαστε και θαυμάζουμε για  ό,τι συμβαίνει σε μας. Μα δεν φτάνει να αισθανόμαστε την ευγνωμοσύνη στην καρδιά μας, δεν φτάνει να χαιρόμαστε, να εκπλησσόμαστε. Πρέπει να ανταποκρινόμαστε στην αγάπη σε όλες  τις φάσεις της ζωής μας, με όλη τη ουσία μας. Αν προσπαθήσουμε να το κάνουμε, θα δούμε, πόσα εμπόδια έχουμε μέσα μας για να το κάνουμε πραγματικά. 

Και εμφανίζεται μπροστά μας μια ερώτηση. Είμαστε άραγε ικανοί να αποκριθούμε σ΄αυτήν την αγάπη? Μήπως δεν τσακίζεται κάθε προσπάθεια από τη φύση μας, από  τις αμαρτωλές συνήθειές μας? Μήπως είναι μάταιο το να τις παλεύουμε? Χρειαζόμαστε συμβουλές, χρειαζόμαστε καθοδήγηση, χρειαζόμαστε ανθρώπους, οι οποίοι πέρασαν οι ίδιοι εκείνο το δρόμο, οι οποίοι θα μπορούσανε να μας πουν: Γνωρίζω αυτόν το δρόμο, θα σου τον δείξω.

Απόσπασμα από ομιλία του Μητροπολίτη Αντωνίου Σούροζ (Μπλούμ) για την Κυριακή του Ιωάννη της Κλίμακος. Διαβάστε περισσότερα εδώ.

«Πιστεύω, Κύριε! Βοήθει μοι τη απιστία!»


Τα λόγια αυτά σημαίνουν πώς ό άνθρωπος δεν μπορεί να φτάσει στην πίστη χωρίς τη βοήθεια του Θεού. Το μόνο πού μπορεί να κάνει ό άνθρωπος, είναι ν’ αποκτήσει κάποια μικρή, ρηχή πίστη. Να πιστέψει δηλαδή στην ύπαρξη του καλού και του κακού ή, με λίγα λόγια, ν’ αμφισβητήσει το καλό και το κακό. Ή απόσταση όμως από τη μερική αυτή πίστη στην αληθινή, είναι μεγάλη. Δεν μπορεί να την διανύσει κανείς αν δεν τον καθοδηγεί το χέρι του Θεού. Τα λόγια πού είπε ό πατέρας, βοήθει μοι τη απιστία! είναι σα να λένε: «Κύριε, βοήθησέ με να Σέ πιστέψω!..Βοήθησε με να μη πιστεύω στον πονηρό!..Βοήθησέ με ν’ αποδεσμευτώ εντελώς από τον πονηρό και να ενωθώ μαζί Σου!»


«Καιρός Μετάνοιας» Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς

Ακάθιστος Ύμνος - Δ' Στάσις


Τεῖχος εἶ τῶν παρθένων,
Θεοτόκε Παρθένε,
καὶ πάντων τῶν εἰς σὲ προστρεχόντων.
Ὁ γὰρ τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς,
κατεσκεύασέ σε ποιητής, Ἄχραντε,
οἰκήσας ἐν τῇ μήτρα σου,
καὶ πάντας σοι προσφωνεῖν διδάξας·

Χαῖρε, ἡ στήλη τῆς παρθενίας,
χαῖρε, ἡ πύλη τῆς σωτήριας.
Χαῖρε, ἀρχηγὲ νοητῆς ἀναπλάσεως,
χαῖρε, χορηγὲ θεϊκῆς ἀγαθότητος.
Χαῖρε, σὺ γὰρ ἀνεγέννησας τοὺς συλληφθέντας αἰσχρῶς,
χαῖρε, σὺ γὰρ ἐνουθέτησας τοὺς συληθέντας τὸν νοῦν.
Χαῖρε, ἡ τὸν φθορέα τῶν φρενῶν καταργοῦσα,
χαῖρε, ἡ τὸν σπορέα τῆς ἁγνείας τεκοῦσα.
Χαῖρε, παστάς ἀσπόρου νυμφεύσεως,
χαῖρε, πιστοὺς Κυρίῳ ἁρμόζουσα.
Χαῖρε, καλὴ κουροτρόφε παρθένων,
χαῖρε, ψυχῶν νυμφοστόλε ἁγίων.

Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

Ὕμνος ἅπας ἡττᾶται,
συνεκτείνεσθαι σπεύδων,
τῷ πλήθει τῶν πολλῶν οἰκτιρμῶν σου·
ἰσαρίθμους γὰρ τῇ ψάμμῳ ὠδάς,
ἂν προσφέρωμέν σοι, Βασιλεῦ ἅγιε,
οὐδὲν τελοῦμεν ἄξιον,
ὧν δέδωκας ἡμῖν τοῖς σοὶ βοῶσιν·
Ἀλληλούια.

Φωτοδόχον λαμπάδα,
τοῖς ἐν σκότει φανεῖσαν,
ὁρῶμεν τὴν ἁγίαν Παρθένον·
τὸ γὰρ ἄυλον ἅπτουσα φῶς,
ὁδηγεῖ πρὸς γνῶσιν θεϊκὴν ἅπαντας,
αὐγῇ τὸν νοῦν φωτίζουσα,
κραυγῇ δὲ τιμωμένη ταῦτα·

Χαῖρε, ἀκτὶς νοητοῦ ἡλίου,
χαῖρε, βολὶς τοῦ ἀδύτου φέγγους.
Χαῖρε, ἀστραπὴ τὰς ψυχὰς καταλάμπουσα,
χαῖρε, ὡς βροντὴ τοὺς ἐχθροὺς καταπλήττουσα.
Χαῖρε, ὅτι τὸν πολύφωτον ἀνατέλλεις φωτισμόν,
Χαῖρε, ὅτι τὸν πολύρρυτον ἀναβλύζεις ποταμόν.
Χαῖρε, τῆς κολυμβήθρας ζωγραφοῦσα τὸν τύπον,
χαῖρε, τῆς ἁμαρτίας ἀναιροῦσα τὸν ρύπον.
Χαῖρε, λουτὴρ ἔκπλυνων συνείδησιν,
χαῖρε, κρατὴρ κιρνῶν ἀγαλλίασιν.
Χαῖρε, ὀσμὴ τῆς Χριστοῦ εὐωδίας,
χαῖρε, ζωὴ μυστικῆς εὐωχίας.

Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

Χάριν δοῦναι θελήσας,
ὀφλημάτων ἀρχαίων,
ὁ πάντων χρεωλύτης ἀνθρώπων,
ἐπεδήμησε δι’ἑαυτοῦ,
πρὸς τοὺς ἀποδήμους τῆς αὐτοῦ Χάριτος·
καὶ σχίσας τὸ χειρόγραφον,
ἀκούει παρὰ πάντων οὕτως·
Ἀλληλούια.

Ψάλλοντές σου τὸν τόκον,
ἀνυμνοῦμέν σε πάντες,
ὡς ἔμψυχον ναόν, Θεοτόκε.
Ἐν τῇ σῇ γὰρ οὶκήσας γαστρί,
ὁ συνέχων πάντα τῇ χειρὶ Κύριος,
ἡγίασεν, ἐδόξασεν, ἐδίδαξε βοᾶν σοὶ πάντας·

Χαῖρε, σκηνὴ τοῦ Θεοῦ καὶ Λόγου,
χαῖρε, Ἁγία ἁγίων μείζων.
Χαῖρε, κιβωτὲ χρυσωθεῖσα τῷ Πνεύματι,
χαῖρε, θησαυρὲ τῆς ζωῆς ἀδαπάνητε.
Χαῖρε, τίμιον διάδημα βασιλέων εὐσεβῶν,
χαῖρε, καύχημα σεβάσμιον ἱερέων εὐλαβῶν.
Χαῖρε, τῆς Ἐκκλησίας ὁ ἀσάλευτος πύργος,
χαῖρε, τῆς Βασιλείας τὸ ἀπόρθητον τεῖχος.
Χαῖρε, δι' ἧς ἐγείρονται τρόπαια,
χαῖρε, δι' ἧς ἐχθροὶ καταπίπτουσι.
Χαῖρε, χρωτὸς τοῦ ἐμοῦ θεραπεία,
χαῖρε, ψυχῆς τῆς ἐμῆς σωτηρία.

Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

Ὦ πανύμνητε Μῆτερ,
ἡ τεκοῦσα τὸν πάντων ἁγίων,
ἁγιώτατον Λόγον·
δεξαμένη γὰρ τὴν νῦν προσφοράν,
ἀπὸ πάσης ρῦσαι συμφορᾶς ἅπαντας,
καὶ τῆς μελλούσης λύτρωσαι κολάσεως,
τοὺς σοὶ βοῶντας·

Ἀλληλούια.

7 Απρ 2016

"Ὁ Ἀρραβώνας" - Ὕμνοι Θείων Ἐρώτων, Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος

ΤΩΡΑ ΔΑ, σκοτάδι στὴν καρδιά μου κι ἀνέτειλες Ἐσύ.
Ἔδειξες θαύματα ποὺ ὀφθαλμοὶ δὲν ἔχουν δεῖ.
Καὶ σὲ μένα κατέβηκες, τὸν πιὸ τελευταῖο ἀπ’ ὅλους,
Μ’ ἔκανες μαθητή Σου καὶ γιὸ Ἀπόστολου,
κι ἂς μὲ κρατοῦσε φοβερὸς
ὁ δράκος, ὁ θάνατος τῶν θνητῶν,
ὣς τώρα νὰ ἐργάζομαι κάθε ἁμαρτία.

Στὸν ἅδη ἔλαμψες ὁ προαιώνιος ἥλιος,
ὕστερα φώτισες καὶ τὴ δική μου ψυχὴ στὰ σκοτάδια της,
μοῦ χάρισες μέρα χωρὶς δύση,
αὐτὸ ποὺ δὲν πιστεύουν, μόνο ὅσοι τεμπέληδες εἶναι καὶ ἀδιάφοροι, νομίζω.
Τὴ φτώχια ποὺ ἔχω μέσα μου πλημμύρισες μὲ τὸ Ἀγαθὸ ὁλόκληρο.

Ἐσὺ ποὺ ἔκανες αὐτά, ὁ ἴδιος στεῖλε δῶρο Σου τὰ λόγια μου, δῶσε τὶς λέξεις,
νὰ πῶ σὲ ὅλους τὰ θαυμάσιά Σου,
ὅλα ὅσα κάνεις σήμερα μὲ τοὺς δούλους Σου,
κι ὅσοι δὲν νοιάζονται νὰ μάθουν, ἀλλὰ κοιμῶνται στὰ σκοτάδια,
καὶ λένε, ‘νὰ σωθοῦν ἀδύνατο ὅσοι ἔχουν ἁμαρτίες’,
ἂς πάρουν Ἔλεος κι αὐτοὶ ὅπως ὁ Πέτρος
καὶ οἱ ἄλλοι Ἀπόστολοι, Ἅγιοι, Ὅσιοι καὶ Δίκαιοι,
ἔτσι κι αὐτοί, ἂς μάθουν : δὲν εἶναι ἀδύνατο, οὔτε κἂν δύσκολο,
γιὰ τὴ δική Σου ἀγαθότητα, καί ἦταν καί εἶναι καί θὰ εἶναι εὔκολο!

Ὅσοι νομίζουν ὅτι Σ’ ἔχουν, τὸ Φῶς τοῦ κόσμου,
λένε ὅμως δὲν Σὲ βλέπουν, δὲν εἶναι ὁ βίος τους μέσα στὸ Φῶς,
ἡ λάμψη Σου δὲν τοὺς κυκλώνει, καθαρὰ δὲν Σὲ κοιτάζουν καὶ ἀδιάκοπα, Σωτήρα,
ἂς μάθουν : στὴ σκέψη τους ποτὲ δὲν ἔλλαμψες,
τὸ σπίτι Σου στὴ βρώμικη ψυχή τους δὲν τὸ ἔφτιαξες,
μάταια ἐπιχαίρουν, κενὲς οἱ ἐλπίδες,
ὅσοι νομίζουν μετὰ θάνατον, τάχα, θὰ δοῦν τὸ Φῶς Σου.

Εἶναι τώρα ὁ Ἀρραβώνας, ἀπὸ Σένα πάντως τώρα ἐδῶ, Σωτήρα,
χαράζεται ἡ Σφραγίδα Σου στὰ πρόβατά Σου.
Καθένα κλείνει ὁ θάνατός του.
Στὸ τέλος καὶ μετά, ὅλοι τὸ ἴδιο ἄπραγοι,
οὔτε κακὸ οὔτε καλὸ κανείς δὲν ἔχει δύναμη νὰ κάνει τότε,
Σωτήρα μου, εἶναι βέβαιο, ὅπως βρεθεῖ καθένας, ἔτσι θὰ μείνει.

Κύριε, μὲ φοβίζει αὐτό, μὲ κάνει καὶ τρέμω αὐτό,
τὶς αἰσθήσεις μου ὅλες τὶς λιώνει αὐτό.

Ἂν πεθάνει ἕνας τυφλὸς καὶ διαβεῖ ἐκεῖ,
τὸν ἥλιο αὐτὸ πιὰ δὲν θὰ δοῦν τὰ μάτια του,
ἀκόμη κι ἂν τὸ φῶς του πάλι βρεῖ μὲ τὴν Ἀνάσταση.
Ἔτσι ὅποιος στὸν νοῦ εἶναι τυφλός : ἂν πεθάνει,
τὸν νοητὸ ἥλιο, Θεέ μου, Ἐσένα, δὲν πρόκειται νὰ δεῖ,
μὰ ἀπὸ σκοτάδι βγαίνοντας σὲ σκοτάδι θὰ πάει,
καὶ στοὺς αἰῶνες χωρισμένος θὰ εἶναι ἀπὸ Σένα.

Κανένας Κύριέ μου, σὲ Σένα ὅποιος πιστεύει,
στὸ δικό Σου ὄνομα ὅποιος βαφτίστηκε, δὲν θ’ ἀντέξει
τὸ μεγάλο βάρος καὶ φρικτὸ τοῦ χωρισμοῦ Σου, Εὔσπλαχνε.
Εἶναι ἡ λύπη αὐτὴ φοβερή,
φρικτή, ἀβάσταχτη, αἰώνια θλίψη.

Σωτήρα, τί χειρότερο νὰ πάθει ἀπ’ τὸν χωρισμό Σου;
Ποιά ὀδύνη μεγαλύτερη, ἂν χάσει τὴ ζωή,
νὰ ὑπάρχει γιὰ πάντα ὅπως νεκρός, στερημένος ἀπ’ τὴ ζωή,
καὶ μαζὶ ὅλα τ’ ἀγαθὰ τὸ ἴδιο νὰ στερεῖται;
Ἀπὸ σένα φεύγοντας, ἀπὸ κάθε καλὸ φεύγει καὶ τὸ στερεῖται.

Δὲν θὰ εἶναι τότε ὅπως στὴ γῆ αὐτή,
γιατὶ ὅσοι τώρα δὲν Σὲ γνώρισαν,
ἀπόλαυση ἔχουν μιὰ σωματική, ἐδῶ,
μιὰ τρυφή, σκιρτώντας ὅπως ἄλογα.
Ὅσα χαρίζεις δὲν τὰ ἔχουν
παρὰ μόνο τὴ ζωούλα τους νὰ κάνουν
κι αὐτὰ μόνα βλέποντας, νομίζουν τὸ ἴδιο θὰ εἶναι ἐκεῖ
μετὰ τὴν ἔξοδο τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ βίου.

Στραβὰ λογαριάζουν, στραβὰ ζυγιάζουν
ποὺ λένε πὼς δὲν εἶναι μαζί Σου, κι ὅμως ἔχουν τὴν ἄνεσή τους,
τόπο ἑτοιμάζοντας κάποιο —τέτοια βλακεία!—
μακριὰ ἀπ’ τὸ Φῶς, κι ὅμως χωρὶς σκοτάδι
ἀπ’ τὴ Βασιλεία Σου ἔξω, ἀλλὰ κι ἀπ’ τὴ γέεννα
ἀπ’ τὸν Νυμφῶνα πολὺ μακριά, κι ἀπ’ τῆς δικαιοσύνης τὴ φωτιὰ ἐπίσης,
ὅπου νὰ καταλήξουν θέλουν, οἱ ταλαίπωροι,
καὶ λένε, δὲν Σὲ χρειάζονται, αἰώνια Δόξα
καὶ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, ἔχουν τὴν ἄνεσή τους!
Τὸ σκοτάδι τοὺς κυριεύει, ἡ ἄγνοια,
ἡ ταλαιπωρία, ἀλίμονο, οἱ κούφιες ἐλπίδες.
Πουθενὰ δὲν ἔχει γραφεῖ αὐτὸ οὔτε θὰ ὑπάρχει… Χριστέ, ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, ἡ γῆ τῶν πράων, Ἐσύ εἶσαι.

Ἐσύ ὁ παράδεισος μὲ τὶς φυλλωσιές,
ὁ θεῖος νυμφῶνας, ὁ ἀνείπωτος γαμήλιος θάλαμος,
Ἐσύ τραπέζι γιὰ ὅλους, ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς, παράξενο νερό,
καί τὸ ποτήρι καί τὸ νερὸ τῆς ζωῆς, Ἐσύ εἶσαι,
Ἐσύ καὶ ἡ λαμπάδα ἡ ἀναμμένη στοὺς αἰῶνες γιὰ τοὺς ἅγιους,
Ἐσύ καὶ χιτῶνας καὶ στέφανος, κι ὁ ἴδιος μοιράζεις τοὺς στεφάνους,
Ἐσύ ὁ ἴδιος ἡ χαρά, ἡ ἄνεση, ἡ τρυφὴ καὶ ἡ δόξα,
Ἐσύ ἡ ἀγαλλίαση, Ἐσύ ἡ εὐφροσύνη.

Ὅπως ἥλιος θὰ λάμψει, Θεέ μου, ἡ Χάρη
τοῦ πανάγιου Πνεύματος σ’ ὅλους τοὺς ἅγιους,
ἀνάμεσά τους θὰ λάμψεις ὁ ἀπρόσιτος ἥλιος,
καθένας μέσα του, ὅλοι, τὴ λάμψη Σου θὰ ἔχουν,
ὅση εἶναι ἡ πίστη τους, τὰ ἔργα τους, ἡ ἐλπίδα καὶ ἡ ἀγάπη τους,
ὅσο ἔχουν καθαρίσει, ὅσο φωτίστηκαν ἀπὸ τὸ Πνεῦμα Σου.
Θεέ, μόνε μακρόθυμε, ποὺ ὅλα διακρίνεις,
θὰ τοὺς ὁρίσεις μονὲς διάφορες καὶ τόπους,
τὰ μέτρα τῆς λαμπρότητας, τὰ μέτρα τῆς ἀγάπης,
τῆς ὅρασής Σου, τὸ πόση θὰ τοὺς εἶναι
ἡ δόξα τῆς μεγαλωσύνης Σου, ἡ τρυφὴ καὶ τὸ κλέος,
σὲ μοιρασιὰ οἴκων, παράξενων διαμονῶν.

Ἐκεῖ σκηνὲς διάφορες, οἴκοι πολλοί,
στολὲς ὁλόφωτες πλήθους ἀξιωμάτων,
στέφανοι παμποίκιλοι, πετράδια καὶ μαργαριτάρια,
ἄνθη ἄφθαρτα μὲ παράξενη ὀμορφιά.
Ἐκεῖ κλίνες, στρώματα, τραπέζια, θρόνοι,
καὶ τὸ μεγάλο, τὸ πιὸ ἡδονικό, ἡ μεγάλη τρυφή,
ἦταν, εἶναι καὶ θὰ εἶναι, ὅτι Ἐσένα θὰ βλέπουν καὶ μόνο. …

Στὸ πρόσωπό Σου μαζὶ θὰ κατοικοῦν οἱ εὐθεῖς.
Στὴν εὐθύτητα μέσα τῆς καρδιᾶς τους ἔχεις πάρει Μορφή,
κατοικοῦν μὲ τὴ Μορφή Σου μέσα Σου, Χριστέ μου.

Εἶναι θαυμαστό, παράδοξο δῶρο καλωσύνης!
Στὴ Μορφὴ τοῦ Θεοῦ νὰ φτάσουν οἱ ἄνθρωποι,
νὰ πάρει μέσα τους Μορφή, αὐτὸς ποὺ δὲν τὸν χωράει τὸ σύμπαν,
ὁ ἀναλλοίωτος Θεός, μὲ ἀναλλοίωτη φύση.
Θέλει σὲ ὅλους τοὺς ἄξιους νὰ κατοικεῖ
Ὁλόκληρο νὰ ἔχει μέσα του καθένας τὸν Βασιλιᾶ,
τὴν ἴδια τὴ Βασιλεία καὶ ὅλα τὰ δικά της,
καὶ νὰ λάμπουν, ὅπως ἔλαμψε ὁ Θεός μου ὅταν ἀναστήθηκε.

Πάνω ἀπ’ τὶς βολὲς τοῦ ἥλιου αὐτοῦ ποὺ βλέπουμε,
ἔχουν ἔτσι σταθεῖ σ’ Ἐκεῖνον ποὺ τοὺς δόξασε,
ἔκθαμβοι, ἔχουν τὴ διαμονή τους στὴ μεγάλη δόξα,
στὸ μεγάλωμα χωρὶς τέλος τῆς θείας λαμπρότητας,
γιατὶ δὲν παύει, στοὺς αἰῶνες, ἡ προκοπή. …

Τὸ πλήρωμά Του καὶ ἡ δόξα τοῦ Φωτὸς
θὰ εἶναι ἄβυσσος τῆς προκοπῆς : χωρὶς τέλος ἀρχή,
κι ὅπως μέσα τους Μορφὴ θὰ ἔχει πάρει ὁ Χριστός,
στὸν ἴδιο Αὐτὸν θὰ στέκονται ποὺ ἀπρόσιτα θὰ λάμπει, κι ἔτσι
τὸ τέλος μέσα τους γίνεται ἀρχὴ τῆς δόξας,
καὶ πιὸ καθαρὰ γιὰ νὰ στὸ πῶ,
στὸ τέλος θὰ ἔχουν τὴν ἀρχὴ καὶ στὴν ἀρχὴ τὸ τέλος. …

Ἀλλὰ ὅσοι πέφτουν ἀπὸ τὸν Θεό, ἀπορῶ, ποῦ θὰ σταθοῦν,
ἔχοντας βρεθεῖ μακριὰ ἀπ’ Αὐτὸν ποὺ εἶναι παντοῦ;
Ἀδέλφια, ἡ ἀπορία μου εἶναι γεμάτη, πραγματικά, μεγάλη φρίκη,
χρειάζεται λογισμὸ νοῦ φωτισμένου
νὰ καταλάβει αὐτὸ κανεὶς σωστά,
νὰ μὴ ξεπέσει σὲ σφάλμα κι ἀθετήσει τὰ λόγια τοῦ ἅγιου Πνεύματος.

Μέσα βέβαια στὸ πᾶν θὰ ὑπάρχουν κι αὐτοί,
ἀλλὰ ἔξω ἀπὸ τὸ ἅγιο Φῶς καὶ στ’ ἀλήθεια ἔξω ἀπὸ τὸν Θεό.

Ὅπως οἱ τυφλοὶ ὅταν λάμπει ὁ ἥλιος,
κι ἂν ὁλόκληροι δέχονται φῶς, ὅμως ἔξω ἀπὸ τὸ φῶς ἡ ζωή τους,
χωρισμένοι ἀπὸ τὴν αἴσθηση καὶ τὴν ὅρασή του,
ἔτσι εἶναι στὰ πάντα τὸ θεῖο Φῶς τῆς Τριάδας.
Ἂν καὶ μέσα Του βρίσκονται ὅλοι,
ὅσοι ἔμειναν στὴν ἁμαρτία τους, σὲ σκοτάδι φυλακίστηκαν,
χωρὶς νὰ βλέπουν, χωρὶς καμμιὰ αἴσθηση τοῦ Θεοῦ νὰ ἔχουν,
καιγόμενοι στὴ συνείδησή τους,
κατακρινόμενοι, τὴ θλίψη καὶ τὴν ὀδύνη
ἀπερίγραπτη θὰ ἔχουν στοὺς αἰῶνες.

Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος, Ὕμνοι Θείων Ἐρώτων

Η Μετάνοια


«...πεπλήρωται ο καιρός και ήγγικεν η βασιλεία του Θεού· μετανοείτε και πιστεύετε εν τω ευαγγελίω» (Μάρ. 1, 15).

Μετάφραση: Συμπληρώθηκε ο καθορισμένος καιρός κι έφτασε η βασιλεία του Θεού. Μετανοείτε και πιστεύετε στο χαρμόσυνο αυτό μήνυμα.

Εκφωνήθηκε στον καθεδρικό ναό του Βελιγραδίου, σε περίοδο νηστείας από τον Άγιο Νικόλαο Αχρίδος

Διαβάστε ολόκληρη την ομιλία εδώ

Η δικαιοκρισία του Θεού- Η Ποιμαντική Σκέψη της Εβδομάδος

- Γέροντα, τι είναι η δικαιοκρισία του Θεού;

- Η δικαιοκρισία του Θεού είναι η μακροθυμία ,η οποία έχει μέσα και την ταπείνωση και την αγάπη. Ο Θεός είναι πολύ δίκαιος, αλλά και πολύ φιλεύσπλαχνος, και η ευσπλαχνία Του νικάει την δικαιοσύνη Του. Θα σου πω ένα παράδειγμα,για να καταλάβης. Αν κάποιος άνθρωπος δεν είχε την ευκαιρία να ακούση ποτέ για τον Θεό, αυτός δεν θα κριθή σύμφωνα με την κατάσταση στην οποία βρίσκεται ,αλλά σύμφωνα με την κατάσταση στην οποία θα βρισκόταν , αν είχε γνωρίσει τον Θεό. Γιατί αλλιώς δεν θα ήταν δίκαιος ο Θεός. Η θεία δικαιοσύνη έχει δικούς της μαθηματικούς όρους. Το ένα κι ένα άλλοτε κάνουν δύο και άλλοτε δύο εκατομμύρια.

- Γέροντα, πώς εφαρμόζεται η θεία δικαιοσύνη σε κάποιον που σφάλλει;

- Η ανθρώπινη δικαιοσύνη λέει: Έσφαλες; Πρέπει να τιμωρηθείς. Η θεία δικαιοσύνη λέει: Αναγνωρίζεις το λάθος σου και μετανοείς; Συγχωρείσαι. Βλέπεις, ακόμη και από τον ανθρώπινο νόμο δικάζεται με επιείκεια κάποιος που κάνει ένα έγκλημα ,όταν μετανοή ειλικρινά και πάη μόνος του και το ομολογή, ενώ δεν υπάρχει καμμία υποψία για το πρόσωπό του. Και αν από τους ανθρώπους δικάζεται με επιείκεια ,πόσο μάλλον από τον δικαιοκρίτη και φιλεύσπλαχνο Θεό!

Είμαστε στα χέρια του Θεού. Ο Θεός μας παρακολουθεί με ακρίβεια και γνωρίζει την καρδιά του καθενός. Δεν θα μας αδικήση. Αφού υπάρχει θεία δικαιοσύνη και θεία ανταπόδοση ,και ο Θεός μας αγαπάει – το κυριώτερο από όλα – ό,τι καλό κάνει κανείς δεν χάνεται. Για αυτό είναι χαμένος , τελείως λειψός, όποιος ζητάει να δικαιωθή από τους ανθρώπους.


Έχω παρατηρήσει ότι ,όταν ο άνθρωπος αδικηθή και εφαρμόση την θεία δικαιοσύνη, ο Θεός τον δικαιώνη ακόμη και σε αυτή τη ζωή. Θυμάμαι ,στον στρατό, μετά τον πόλεμο, είχε έρθει ο στρατηγός να δώση παράσημα. Εγώ, εκείνη την ημέρα έλειπα. Όταν φώναξε το όνομά μου ,βγήκε ένας που ήταν από την Θεσσαλία και πήρε εκείνος το παράσημο. Οι άλλοι στρατιώτες δεν μίλησαν, γιατί τότε είχε φυλάκιση, αν έλεγες ψέμματα. Όταν έφυγε ο στρατηγός ,εκείνος κρύφτηκε, γιατί οι άλλοι θα τον σκότωναν στο ξύλο. Όταν επέστρεψα, φοβόταν και από μένα. Ήρθε από εδώ- από εκεί ,οπότε μου είπε: « Να με συγχωρέσης, έκανα αυτό κι αυτό ». « Καλά έκανες και το πήρες, του είπα. Τι να το έκανα εγώ; ». Το φορούσε ύστερα στις παρελάσεις. Μετά από σαράντα χρόνια έρχεται εδώ στο μοναστήρι ο στρατάρχης της Πρώτης Στρατιάς από την Θεσσαλία και μου φέρνει ένα παράσημο του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Όταν το είδα ,μου ήρθε να γελάσω. Μετά από σαράντα χρόνια! Μου έκανε εντύπωση: από τη Θεσσαλία ήταν εκείνος ο στρατιώτης , από την Θεσσαλία ήρθε και ο στρατάρχης! Βλέπετε πως γίνεται! Ενώ, όταν ζητάμε να δικαιωθούμε, χάνουμε τελικά και αυτά εδώ, αλλά και εκείνα που μας ετοιμάζει ο Χριστός για την άλλη ζωή, αν αδικηθούμε. Για χαμένα πράγματα δηλαδή χάνουμε τα σπουδαιότερα, τα αιώνια. Γιατί αυτά εδώ έτσι κι αλλιώς χαμένα είναι, τι να τα κάνουμε;

από το βιβλίο: «Πνευματικός αγώνας » γ. Παισίου  Αγιορείτου

2 Απρ 2016

Η Οδός του Έρωτα

Κύριε, όλα από σένα ξεκινούν.
Κι όλα σε σένα θα 'ρθουν να τελειώσουν.
Κι η άνοιξη δεν είναι παρά η νοσταλγία σου
για κείνες τις λίγες ώρες που έζησες στη γη.


Τάσος Λειβαδίτης

Ακάθιστος 'Υμνος - Γ Στάσις


Νέαν ἔδειξε κτίσιν,
ἐμφανίσας ὁ Κτίστης,
ἡμῖν τοῖς ὑπ' αὐτοῦ γενομένοις·
ἐξ ἀσπόρου βλαστήσας γαστρός,
καὶ φυλάξας ταύτην,
ὥσπερ ἦν ἄφθορον,
ἵνα τὸ θαῦμα βλέποντες,
ὑμνήσωμεν αὐτὴν βοῶντες·

Χαῖρε, τὸ ἄνθος τῆς ἀφθαρσίας,
χαῖρε, τὸ στέφος τῆς ἐγκρατείας.
Χαῖρε, ἀναστάσεως τύπον ἐκλάμπουσα,
χαῖρε, τῶν Ἀγγέλων τὸν βίον ἐμφαίνουσα.
Χαῖρε, δένδρον ἀγλαόκαρπον, ἐξ οὗ τρέφονται πιστοί,
χαῖρε, ξύλον εὐσκιόφυλλον, ὑφ' οὗ σκέπονται πολλοί.
Χαῖρε, κυοφοροῦσα ὁδηγὸν πλανωμένοις,
χαῖρε, ἀπογεννῶσα λυτρωτὴν αἰχμαλώτοις.
Χαῖρε, Κριτοῦ δικαίου δυσώπησις,
χαῖρε, πολλῶν πταιόντων συγχώρησις.
Χαῖρε, στολὴ τῶν γυμνῶν παρρησίας,
χαῖρε, στοργὴ πάντα πόθον νικῶσα.

Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

Ξένον τόκον ἰδόντες,
ξενωθῶμεν τοῦ κόσμου, τὸν νοῦν εἰς οὐρανὸν μεταθέντες·
διὰ τοῦτο γὰρ ὁ ὑψηλὸς Θεός,
ἐπὶ γῆς ἐφάνη ταπεινὸς ἄνθρωπος·
βουλόμενος ἑλκύσαι πρὸς τὸ ὕψος,
τοὺς αὐτῷ βοώντας·
Ἀλληλούια.

Ὅλως ἦν ἐν τοῖς κάτω,
καὶ τῶν ἄνω οὐδόλως ἀπῆν,
ὁ ἀπερίγραπτος Λόγος·
συγκατάβασις γὰρ θεϊκή,
οὐ μετάβασις τοπικὴ γέγονε,
καὶ τόκος ἐκ Παρθένου θεολήπτου,
ἀκουούσης ταῦτα·

Χαῖρε, Θεοῦ ἀχωρήτου χώρα,
χαῖρε, σεπτοῦ μυστηρίου θύρα.
Χαῖρε, τῶν ἀπίστων ἀμφίβολον ἄκουσμα,
χαῖρε, τῶν πιστῶν ἀναμφίβολον καύχημα.
Χαῖρε, ὄχημα πανάγιον τοῦ ἐπὶ τῶν Χερουβείμ,
χαῖρε, οἴκημα πανάριστον τοῦ ἐπὶ τῶν Σεραφείμ.
Χαῖρε, ἡ τἀναντία εἰς ταὐτὸ ἀγαγοῦσα,
χαῖρε, ἡ παρθενίαν καὶ λοχείαν ζευγνῦσα.
Χαῖρε, δι' ἧς ἐλύθη παράβασις,
χαῖρε, δι' ἧς ἠνοίχθη παράδεισος.
Χαῖρε, ἡ κλεὶς τῆς Χριστοῦ βασιλείας,
χαῖρε, ἐλπὶς ἀγαθῶν αἰωνίων.

Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

Πᾶσα φύσις Ἀγγέλων,
κατεπλάγη τὸ μέγα,
τῆς σῆς ἐνανθρωπήσεως ἔργον·
τὸν ἀπρόσιτον γὰρ ὡς Θεόν,
ἐθεώρει πᾶσι προσιτὸν ἄνθρωπον,
ἡμῖν μὲν συνδιάγοντα,
ἀκούοντα δὲ παρὰ πάντων οὕτως·
Ἀλληλούια.

Ρήτορας πολυφθόγγους,
ὡς ἰχθύας ἀφώνους,
ὁρῶμεν ἐπὶ σοὶ Θεοτόκε·
ἀποροῦσι γὰρ λέγειν,
τὸ πῶς καὶ Παρθένος μένεις,
καὶ τεκεῖν ἴσχυσας·
ἡμεῖς δὲ τὸ μυστήριο ν θαυμάζοντες,
πιστῶς βοῶμεν·

Χαῖρε, σοφίας Θεοῦ δοχεῖον,
χαῖρε, προνοίας αὐτοῦ ταμεῖον.
Χαῖρε, φιλοσόφους ἀσόφους δεικνύουσα,
χαῖρε, τεχνολόγους ἀλόγους ἐλέγχουσα.
Χαῖρε, ὅτὶ ἐμωράνθησαν οἱ δεινοὶ συζητηταί,
χαῖρε, ὅτι ἐμαράνθησαν οἱ τῶν μύθων ποιηταί.
Χαῖρε, τῶν Ἀθηναίων τὰς πλοκὰς διασπῶσα,
χαῖρε, τῶν ἁλιέων τὰς σαγήνας πληροῦσα.
Χαῖρε, βυθοῦ ἀγνοίας ἐξέλκουσα,
χαῖρε, πολλοὺς ἐν γνώσει φωτίζουσα.
Χαῖρε, ὁλκὰς τῶν θελόντων σωθῆναι,
χαῖρε, λιμὴν τῶν τοῦ βίου πλωτήρων.

Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

Σῶσαι θέλων τὸν κόσμον,
ὁ τῶν ὅλων κοσμήτωρ,
πρὸς τοῦτον αὐτεπάγγελτος ἦλθε·
καὶ ποιμὴν ὑπάρχων ὡς Θεός,
δι' ἡμᾶς ἐφάνη καθ' ἡμᾶς ἄνθρωπος·
ὁμοίῳ γὰρ τὸ ὅμοιον καλέσας,
ὡς Θεὸς ἀκούει·
Ἀλληλούια.