…Όταν η αγάπη μας δεν
ξεπερνά το συμφέρον μας, δεν ξεπερνά την εξασφάλιση ή τη βεβαιότητα και την
ασφάλειά μας, δεν είναι δηλαδή ριψοκίνδυνη μέσα στον πόθο της συνάντησης του
άλλου, τότε δεν είναι αληθινή αγάπη. Εκεί πάσχουμε, εκεί είναι το πρόβλημά μας.
Οργανώνουμε διάφορες θεωρίες, είτε κοσμικές είτε θρησκευτικές των οποίων η βάση
θεωρητικά είναι η αγάπη, αλλά αγνοούμε στην
πράξη ποια είναι η αληθινή αγάπη.
Η αληθινή αγάπη, κατά
την πράξη των μαθητριών (των Μυροφόρων γυναικών), είναι αυτή που αναδεικνύει το
ανθρώπινο πρόσωπο. Δεν μπορείς αληθινά να αγαπήσεις, εάν δεν προβάλεις μέσα σου την αξία του ανθρώπινου προσώπου.
Αυτή η αξία μπορεί να προβληθεί μόνο και εφόσον βγεις από τα στενά όρια του
συμφέροντός σου, της λογικής σου, της εξασφάλισης και της δικαίωσής σου.
Εμείς λέμε ότι αγαπούμε
και θέλουμε να μας αγαπούν, αλλά η αγάπη μας είναι στηριγμένη στο συμφέρον,
στους αριθμούς, στις πράξεις ή στη δικαίωση. Αδυνατούμε να βγούμε από τις
φοβίες και ανασφάλειές μας, γεγονός που αποδεικνύει ότι η αγάπη μας είναι
τέτοια που έχει ως βάση το προσωπικό συμφέρον, την απόλαυση και την
αντικειμενοποίηση του ανθρώπινου προσώπου. Η αγάπη προσμετράται στο βαθμό του
συμφέροντος ή στο βαθμό της απόλαυσης που κάποιος μπορεί να λάβει από τον άλλον
ή έστω “ισορροπιστικά”, να δώσει και να πάρει.
Όμως η αγάπη είναι η
δυνατότητα αυτής της “εμπαθούς” καταστάσεως, αυτού του πάθους που φύτεψε ο Θεός
μέσα μας, ώστε να μεταμορφωθεί, να μετουσιωθεί σε δυνατότητα λόγου ζωής, για να
υπάρξει κοινωνία και τιμή στο ανθρώπινο πρόσωπο, τον αδελφό μου. Αυτός ο αγώνας
είναι ο προσωπικός αγώνας που κάνουμε ανά πάσα στιγμή!
Λένε κάποιοι πως αυτά
είναι θεωρητικά. Όμως για τον άνθρωπο που ποθεί να συναντήσει και να αγαπήσει τον άλλο, η ευθύνη είναι να γίνουν
αυτά πράξη σε οποιαδήποτε στιγμή. Ποιος είναι ο προσωπικός μου αγώνας; Όταν
μέσα μου υπάρχει η σύγκρουση για το τι είναι σωστό και τι λάθος, αν ο άλλος με
αδίκησε ή όχι, όταν σκέφτομαι τι θα λάβω και τι να δώσω, όταν μέσα μου
προβάλλονται τέτοια ερωτήματα, πως συνήθως τοποθετούμαι;
Τις περισσότερες φορές
απαντούμε παρορμητικά, συναισθηματικά ή και εκλογικευμένα: “Αφού ο άλλος με
αδίκησε, δεν πρέπει να προστατεύσω τον εαυτό μου;” Αυτή είναι η κοσμική, η
εμπαθής αντιμετώπιση των πραγμάτων.
Υπάρχει όμως και η
πνευματική αντιμετώπιση, που είναι η ανάγκη ανάστασης-διάσωσης του ανθρώπινου
προσώπου. Αυτό κατορθώνεται, όταν διασώσω το δικό μου πρόσωπο, μετανοήσω,
δηλαδή αγαπήσω παράφορα το Χριστό.
Εάν δεν αγαπήσω το
Χριστό θα είμαι μια κακομοιριά, που θα παρυφίσταται του χριστιανικού λόγου,
χωρίς να εξασφαλίζει τη χαρά της πνευματικής ηδονής μέσα στην αγάπη.
Η ηδονή της αγάπης
είναι να προοδεύει ο λόγος της αγάπης μέσα στην ανθρώπινη σχέση, ώστε η αγάπη
να μην καθηλώνεται στη στασιμότητα, αλλά να υπάρχει ως προοδευτική διάθεση.
Έτσι διαρκώς ανακαλύπτεται ο άλλος και ανακαλύπτομαι και εγώ απ’ αυτόν, και οι
δύο ανακαλυπτόμεθα μέσα στο Σώμα του Χριστού.
Ο άνθρωπος χρειάζεται
να βγει από τη στασιμότητα, στην οποία οδηγείται είτε από τη θρησκευτικότητα
είτε από την κοσμικότητα, στην οποία περιορίζεται και αποθεώνεται η αγάπη ως
ερωτισμός ή ως σεξουαλικότητα. Ο άνθρωπος μπορεί να βγει από αυτή την
κατάσταση, να κάνει πραγματική έξοδο, έξοδο ελευθερίας, αν μπει σ’αυτή τη
διαδικασία της ανάδειξης του ανθρώπινου προσώπου μέσα από την εύρεση του Λόγου
του Θεού, του λόγου της υπάρξεώς του…
π.
Βαρνάβας Γιάγκου
Από
το βιβλίο “Αμαρτωλών Εκκλησία”, σελ. 42-45, εκδ. Αρχονταρίκι, 2015
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου