Πριν ακόμη μπορέσει να
το συλλάβει, αισθάνεται πως κι ο ίδιος αυτός είναι μια φωνή που δονείται μες
τον εξαίσιο ήχο της παντοδυναμίας. Του φαίνεται σα να΄θελε να βράσει η ψυχή
του, σα να΄θελε να ξεχειλίσει από το κορμί του-ίδια βρασμένο γάλα που ξεχειλά
από τα χείλια του κεσέ-σα να΄τανε να ξεχυθεί η ψυχή του στην άνοχθη θάλασσα
μιας ψηλότερης ζωής, που δεν μπορεί να εκφραστεί με λόγια και που βρίσκεται
πέρα από τις ανθρώπινες αισθήσεις.
Μέσα από το κορμί του ρέει ένα ποτάμι από
φως, που αστραφτοκοπά πιο πολύ από το
συνηθισμένο φως. Μέσα του αισθάνεται τη δική του ελαχιστότητα, περικυκλωμένους
απ΄αυτούς τους άμετρα εξαίσιους ήχους και τα φώτα. Η συνείδησή του διαλύεται σε
μιαν ιερή, πλούσια σε δάκρυα, λαχτάρα: να μην απομείνει πια ούτε ένα κομματάκι
από το δικό του εγώ, μα να γίνει ένα με τον Ύψιστο.
Ώρα και ώρα έμεινε
πλαγιασμένος πάνω στην άμμο ή στο γρασίδι κι έκλαψε βαθιά κι εσωτερικά κι
ένιωσε ευτυχισμένος από το Ανέκφραστο που τον πλημμύρισε. "Θε μου, Θε μου,
Θε μου", έλεγε, ριγώντας από αγάπη και δέος και φιλούσε τη γης και βύθιζε
τα δάχτυλά του στο γρασίδι.
Απόσπασμα από το βιβλίο «Το Φως του Κόσμου», Χάλντορ
Λάξνες, εκδ. Δωδώνη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου