- Παλεύεις ακόμα με το Διάβολο, πάτερ Μακάριε; τον ρώτησα.
- Όχι πια, παιδί μου. Τώρα γέρασα, γέρασε κι αυτός μαζί μου.
Δεν έχει δύναμη.
Παλεύω με το Θεό...
- Με το Θεό ! έκαμα ξαφνιασμένος. Κι ελπίζεις να νικήσεις;
- Ελπίζω να νικηθώ, παιδί μου. Μου απόμειναν ακόμα τα κόκαλα. Αυτά αντιστέκουνται.
- Βαριά η ζωή σου, γέροντά μου. Θέλω κι εγώ να σωθώ, δεν
υπάρχει άλλος δρόμος;
- Πιο βολικός; έκαμε ο ασκητής και χαμογέλασε με συμπόνια.
- Πιο ανθρώπινος, γέροντά μου.
- Ένας μονάχα δρόμος.
- Πώς τον λέν;
- Ανήφορο. Ν' ανεβαίνεις
ένα σκαλί. Από το χορτασμό στην πείνα, από τον ξεδιψασμό στη δίψα. Από Τη Χαρά Στον Πόνο. Στην κορφή της
πείνας, της δίψας, του πόνου κάθεται ο
Θεός. Στην κορφή της καλοπέρασης κάθεται
ο Διάβολος … διάλεξε.
– Είμαι ακόμα νέος. Καλή ναι η γης, έχω καιρό να διαλέξω.
Άπλωσε ο ασκητής τα πέντε, κόκαλα του χεριού του, άγγιξε το γόνατό μου, με
σκούντηξε:
- Ξύπνα, παιδί μου, ξύπνα, πριν σε ξυπνήσει o Χάρος.
Απόσπασμα από το βιβλίο “Αναφορά
στον Γκρέκο” του Ν. Καζαντζάκη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου