Ο Ων

Ο Ων
"Μην κοιτάς τ'αγκάθια...ψάξε για το ρόδο"

28 Σεπ 2016

Ξεκίνα να φυτεύεις νέους παραδείσους....


If you were coming in the fall,
I’d brush the summer by…

Έλεγε ένας αγιορείτης, « όταν σου πετάει ο διάολος πέτρες, πάρε τις και κτίσε εκκλησία» και ο Χριστιανόπουλος από άλλο μετερίζι αναφέρει, «έχτισα τον παράδεισο μου με τα υλικά της κόλασης σου..».

Θα έρθει η μέρα που θα ανακαλύψεις ότι ο προδότης κοιμόταν στην αγκαλιά σου. Θα έρθει η μέρα, που θα νιώσεις ότι σε εκμεταλλεύτηκαν και έπαιξαν με θράσος πάνω στα πιο παρθένα και αγνά όνειρα σου.

Ότι σε χρησιμοποίησαν για να πατήσουν στα πόδια τους και μόλις πάτησαν σε κλότσησαν με τον πιο χυδαίο τρόπο.

Θα έρθει η μέρα που καλά θα καταλάβεις, ότι ήσουν η ανάγκη τους και όχι η αγάπη τους. Η μοναξιά τότε θα θεριέψει, η θλίψη θα κυματίσει με άγριες διαθέσεις προς την στεριά σου. Μια ορφάνια θα τυλίξει ολάκερο το κορμί σου και τα μάτια σου θα δανειστούν στα πελάγη για να κυλήσει ολόκληρη η αλμύρα τους.

Όμως, στάσου. Στάσου και δες, ότι οι πέτρες που σου πέταξαν μπορούν να φτιάξουν νέα μονοπάτια.
Ότι στην κόλαση που σου χάρισαν μπορείς να κτίσεις νέους παραδείσους. Τίποτε δεν τελείωσε όλα τώρα αρχίζουν.

Ποτέ μια ήττα δεν είναι το τέλος. Μπορεί να σημάνει μια πιο υψηλή αρχή. Το νέο πάντα σε περιμένει όσο εσύ θα επιμένεις να αλητεύεις στην χώρα των ονείρων….Ο Θεός αγαπά τους ηττημένους που μυρίζουν ελπίδα.....


π.Λίβυος

ΥΓ: Το δίστιχο στην αρχή είναι από ποίημα της Emily Dikinson

Δίψα Θεοῦ

Όποιος αισθάνθηκε τις αμαρτίες του, είναι ανώτερος από εκείνον που ανασταίνει  νεκρούς με την προσευχή του … Ο πορευόμενος στο δρόμο του Θεού πρέπει να τον ευχαριστεί για όλες τις θλίψεις που τον βρίσκουν … μη φοβηθείς τους πειρασμούς, διότι μέσα από αυτούς βρίσκεις θησαυρό… Κατά το μέτρο της ταπεινοφροσύνης, σου δίνει ο Θεός και τη δύναμη να υπομένεις τις συμφορές σου. Και όσο αγαπάς το Θεό, τόσο μεγαλώνει η χαρά που σου χαρίζει το άγιο Πνεύμα.

Όποιος στενάζει μια ώρα για την ψυχή του, είναι ανώτερος  από εκείνον που ωφελεί όλον τον κόσμο. ’Όποιος αξιώθηκε να δει τον εαυτόν του, είναι ανώτερος από εκείνον που αξιώθηκε να δει αγγέλους.
Αγάπησε την απραξία της κατά Θεόν ησυχίας περισσότερο από τον χορτασμό των πεινασμένων όλης της γης και από την επιστροφή πολλών εθνών στην θεογνωσία.

Όταν εργάζεσαι για την αρετή, να φροντίζεις να σε καταφρονούν οι άνθρωποι και τότε θα τιμηθείς από τον Θεό. Μίσησε την τιμή για να τιμηθείς. Εκείνος που τρέχει πίσω από την τιμή του κόσμου, φεύγει η τιμή από μπροστά του. Και εκείνος που αποφεύγει την τιμή, τον καταδιώκει η τιμή και γίνεται κήρυκας της ταπεινώσεώς του.

Ειρήνευσε με τον εαυτό σου, και ο ουρανός κι η γη θα ειρηνεύσουν μαζί σου.

 Ασκητικοί Λόγοι του Ισαάκ του Σύρου
 

26 Σεπ 2016

Μαθαίνεις

Μετά από λίγο μαθαίνεις
την ανεπαίσθητη διαφορά
ανάμεσα στο να κρατάς το χέρι
και να αλυσοδένεις μια ψυχή.

Και μαθαίνεις πως Αγάπη δε σημαίνει στηρίζομαι
Και συντροφικότητα δε σημαίνει ασφάλεια

Και αρχίζεις να μαθαίνεις
πως τα φιλιά δεν είναι συμβόλαια
Και τα δώρα δεν είναι υποσχέσεις

Και αρχίζεις να δέχεσαι τις ήττες σου
με το κεφάλι ψηλά και τα μάτια ορθάνοιχτα
Με τη χάρη μιας γυναίκας
και όχι με τη θλίψη ενός παιδιού

Και μαθαίνεις να φτιάχνεις
όλους τους δρόμους σου στο Σήμερα,
γιατί το έδαφος του Αύριο
είναι πολύ ανασφαλές για σχέδια
…και τα όνειρα πάντα βρίσκουν τον τρόπο
να γκρεμίζονται στη μέση της διαδρομής.

Μετά από λίγο καιρό μαθαίνεις…
Πως ακόμα κι η ζέστη του ήλιου
μπορεί να σου κάνει κακό.

Έτσι φτιάχνεις τον κήπο σου εσύ
Αντί να περιμένεις κάποιον
να σου φέρει λουλούδια

Και μαθαίνεις ότι, αλήθεια, μπορείς να αντέξεις
Και ότι, αλήθεια, έχεις δύναμη
Και ότι, αλήθεια, αξίζεις
Και μαθαίνεις… μαθαίνεις

…με κάθε αντίο μαθαίνεις.
Χόρχε Λουίς Μπόρχες

25 Σεπ 2016

Εσύ και ..οι "εχθροί" σου - Η Ποιμαντική σκέψη της Εβδομάδος


Ἂν εἶναι ἀλήθεια πὼς κάθε ἄνθρωπος σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο ἔχει ἐχθρούς, αὐτὸ σημαίνει πὼς εἶσαι ἐχθρὸς κάποιου. Πῶς τότε ἀπαιτεῖς ἀπὸ ἕναν ἄνθρωπο νὰ γίνει φίλος σου, ἀφοῦ εἶσαι ἐχθρός του; Πρῶτα λοιπὸν ξερίζωσε τὴν ἔχθρα ἀπὸ τὴν καρδιά σου κι ὕστερα νὰ μετρήσεις τοὺς ἐχθρούς σου στὸν κόσμο. Στὸ μέτρο ποὺ θὰ ξεριζώσεις ἀπὸ τὴν καρδιά σου τὴν πονηρὴ αὐτὴ ρίζα κι ἀποκόψεις ὅλα τὰ κλαδάκια ποὺ πετοῦν ἀπ’ αὐτήν, θὰ βρεῖς καὶ λιγότερους ἐχθροὺς νὰ μετρήσεις.

Ἂν μετὰ θελήσεις νὰ γίνουν φίλοι σου οἱ ἄνθρωποι, πρέπει ἐσὺ πρῶτα νὰ πάψεις νὰ εἶσαι ἐχθρός τους καὶ νὰ γίνεις φίλος τους. Ὅσο γίνεσαι φίλος μὲ τοὺς ἄλλους, τόσο ὁ ἀριθμὸς τῶν ἐχθρῶν σου θὰ μειώνεται καὶ στὸ τέλος θὰ μηδενιστεῖ. Αὐτὸ ὅμως δὲν εἶναι τὸ κύριο θέμα. Τὸ κύριο θέμα εἶναι πὼς σ’ αὐτὴν τὴν περίπτωση θὰ ἔχεις φίλο σου τὸν Θεό.

Εἶναι πολὺ πιὸ σπουδαῖο γιὰ τὴ σωτηρία σου νὰ μὴν εἶσαι ἐχθρὸς κανενός, νὰ μὴν ἔχεις καθόλου ἐχθρούς. Ἂν εἶσαι ἐχθρὸς ἄλλων, τόσο ἐσὺ ὅσο κι οἱ ἄλλοι εἶστε ἐμπόδια στὴ σωτηρία σου. Ὅταν εἶσαι φίλος μὲ τοὺς ἄλλους, τότε οἱ ἐχθροί σου, ἔστω καὶ ἀσυνείδητα, βοηθοῦν στὴ σωτηρία σου. Ἂς σκεφτόταν ἀλήθεια κάθε ἄνθρωπος τὸν ἀριθμὸ τῶν ἀνθρώπων τοὺς ὁποίους ἐχθρεύεται ὁ ἴδιος, κι ὄχι ἐκείνους ποὺ εἶναι ἐχθροί του. Τότε τὸ σκοτεινὸ πρόσωπο αὐτοῦ τοῦ κόσμου θὰ ἄστραφτε μέσα σὲ μία μέρα σὰν τὸν ἥλιο.

Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς

Απὸ τὸ βιβλίο «Ὁμιλίες Ε´-Κυριακοδρόμιο Β´» Ἀθῆναι 2013

18 Σεπ 2016

Με κλειστό παράθυρο


Πρέπει νά μεγαλώσω τά ὅρια· νά περπατήσω
στό εὐτυχισμένο ξέφωτο μέ τό καλό νερό
καί νά μή σκέφτομαι τή νύχτα, τόν καταιγισμό
τῆς πιθανῆς φωτιᾶς, τήν ἔρημο, τή στάχτη, τήν ἀνθρώπινη ἥττα.
Νά ξανοιχτῶ
πάνω στή γῆ σφυρίζοντας σά νά πηγαίνω
νά κάμω στό βουνό τόν ἥλιο δαχτυλίδια
-ὡς νἄτανε ν’ ἀρραβωνιάσω τάχα τήν εἰρήνη
τοῦ κόσμου μέ τήν ἱστορία - ὡς νά πηγαίνω
σέ μιά δουλειά χαρούμενη καί βιαστική,
σά νά πηγαίνω γι’ ἄγριες φράουλες.

Νικηφόρος Βρεττάκος

Από την ενότητα "Εσωτερική Περιπέτεια" που πρωτοδημοσιεύθηκε στην "ΟΔΟΙΠΟΡΙΑ 1967-1970", 1972

Κατά Μάρκον 8:34-9:1


8.34. Καὶ προσκαλεσάμενος τὸν ὄχλον σὺν τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ εἶπεν αὐτοῖς· ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ, καὶ ἀκολουθείτω μοι. 35. ὃς γὰρ ἂν θέλῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει αὐτήν· ὃς δ᾿ ἂν ἀπολέσῃ τὴν ἑαυτοῦ ψυχὴν ἕνεκεν ἐμοῦ καὶ τοῦ εὐαγγελίου οὗτος σώσει αὐτήν. 36. τί γὰρ ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐὰν κερδήσῃ τὸν κόσμον ὅλον, καὶ ζημιωθῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ; 37. ἢ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ; 38. ὃς γὰρ ἐὰν ἐπαισχυνθῇ με καὶ τοὺς ἐμοὺς λόγους ἐν τῇ γενεᾷ ταύτῃ τῇ μοιχαλίδι καὶ ἁμαρτωλῷ, καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπαισχυνθήσεται αὐτὸν ὅταν ἔλθῃ ἐν τῇ δόξῃ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ μετὰ τῶν ἀγγέλων τῶν ἁγίων. 9.1 Καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς· ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι εἰσί τινες τῶν ὧδε ἑστηκότων, οἵτινες οὐ μὴ γεύσωνται θανάτου ἕως ἂν ἴδωσι τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ἐληλυθυῖαν ἐν δυνάμει.

Μετάφραση

8.34. Και αφού επροσκάλεσε τον λαόν μαζή με τους μαθητάς του, είπεν εις αυτούς· “όποιος θέλει να με ακολουθήση ως πιστός μαθητής μου, ας απαρνηθή τον αμαρτωλόν εαυτόν του με τας αδυναμίας, και τα πάθη του, ας πάρη την απόφασιν να υποστή προς χάριν μου ταλαιπωρίες και αυτόν ακόμη τον σταυρικόν θάνατον, και ας με ακολουθήση στον δρόμον, που εγώ εχάραξα. 35. Διότι όποιος θέλει να σώση την επίγειον ζωή του, αυτός θα χάση την αιωνίαν και μακαρίαν ζωήν. Οποιος όμως αψηφήσει και θυσιάσει την ζωήν του προς χάριν εμού και του ευαγγελίου, αυτός θα σώση την ζωήν του εις την αιωνίαν μακαριότητα. 36. Διότι τι θα ωφελήση τον άνθρωπον, εάν κερδήση ολόκληρον τον υλικόν κόσμον και χάσει την ψυχήν του; 37. Η, τι θα δώση άνθρωπος ως αντάλλαγμα, δια να εξαγοράση την ψυχήν του από τον Αδην, αφού ούτε ο κόσμος όλος δεν ημπορεί να αντισταθμίση την αξίαν της ψυχής; 38. Διότι εκείνος, ο οποίος δια λόγους ανθρωπαρεσκείας και δειλίας θα εντραπή και θα αρνηθή εμέ και τους λόγους μου εις την γενεάν αυτήν, την αποστατημένην και αμαρτωλήν, και ο Υιός του ανθρώπου θα εντραπή αυτόν και θα τον αποκηρύξη, όταν ως κριτής των ανθρώπων έλθη ολόλαμπρος με την δόξαν του Πατρός αυτού συνοδευόμενος από τους αγίους αγγέλους”. 9.1. Και έλεγεν εις αυτούς· “Σας διαβεβαιώνω, ότι υπάρχουν μερικοί από αυτούς που ευρίσκονται εδώ, οι οποίοι δεν θα γευθούν τον θάνατον, προτού ιδούν την βασιλείαν του Θεού, δηλαδή την Εκκλησίαν, να εγκαθίσταται και να θεμελιώνεται εις την γην με δύναμιν κατά την ημέραν της επιφοιτήσεως του Αγίου Πνεύματος”.

Ερμηνευτική απόδοση Ι. Θ. Κολιτσάρα

13 Σεπ 2016

Η επέτειος ενός «Τρελού»

Περπατούσε μέρα και νύχτα στους δρόμους της πόλης σαν αερικό. Στο ένα χέρι ένα ποτήρι μπίρα και στο άλλο ένα ατελείωτο τσιγάρο. Γελούσε και κουβέντιαζε με σκιές. Έβριζε την μοίρα του και κοιμόταν όπου έβρισκε. Το καλοκαίρι σε παγκάκια κάτω από δέντρα και το χειμώνα σε εισόδους πολυκατοικιών. Είχε σπίτι. Το πατρικό του, αλλά σπάνια πήγαινε. Άντε για κανένα μπάνιο. Ίσως σε κάποια μεγάλη επέτειο, όπως έλεγε. Δίπλα του σε κάθε βήμα υπήρχαν σκυλιά. Άλλοτε γάτες. Μερικές φορές κρατούσε ποντίκια. Τα μεγάλωνε μέσα στις μεγάλες και βαθιές τσέπες του σκισμένου και λιγδιασμένου σακακιού του. Σόκαρε. Του άρεσε να προκαλεί τον φόβο στους νοικοκυραίους. Στους «καθώς πρέπει» πολίτες, που σέβονταν τους νόμους και κυρίως ήταν «εχέφρονες». Ενώ εκείνος για όλους ήταν ο «τρελός» της γειτονιάς.

Εγώ τον γνώρισα στο καφενείο. Καθόταν όπως πάντα μόνος. Βυθισμένος στις σκέψεις. Στο δεξί του χέρι ένα ποτήρι αλκοόλ. Στο αριστερό ένα τσιγάρο το οποίο δεν έσβηνε ποτέ. Λες και είχε τάμα την καταστροφή του. Έπαιρνε τη μπίρα στο χέρι και πηγαινοερχόταν με βιαστικά βήματα μες στο μαγαζί. Καμιά φορά, άμα αισθανόταν πιο καλά έπαιζε κανένα τάβλι. Γελούσε με την ψυχή του. Εάν κέρδιζε την παρτίδα, ένιωθε σπουδαίος και καυχιόταν για τις επιδόσεις του.

Λένε ότι όλα ξεκίνησαν όταν ήταν έφηβος. Τότε χάθηκε στους λαβυρίνθους του μυαλού του. Άρχισε να μιλάει με σκιές. Να ακούει φωνές. Φανταζόταν σκηνές που προβάλλονται κάθε αργά στο βουβό σινεμά του πόνου του. Παρ’ όλα αυτά ήταν ειρηνικός και άκακος. Ήσυχος και αθόρυβος. Μιλούσε και χαμογελούσε σε όλους. Όταν τον χαιρετούσες άνθιζε το πρόσωπό του. Μονάχα με ορισμένους ήταν κάπως επιφυλακτικός και απόμακρος. Ένιωθε με ένα δικό του τρόπο την σκληρότητα που έκρυβαν.

–Αυτούς να τους προσέχετε, συμβούλευε τους θαμώνες του καφενείου. Είναι κακοί άνθρωποι. Κάτω από την γραβάτα υπάρχει βρωμιά. Μυρίζει η καρδιά τους πονηριά.

Παρ’ όλα τα προβλήματα του, δεν έπαψε ούτε μια στιγμή να πλάθει όνειρα. Να κοιμάται στην αγκαλιά της προσωπικής του ελπίδας. Να πίνει πρωινό με πρόσωπα της φαντασίας του και να κοιμάται στις γλυκιές αγκαλιές των ονείρων του.

Αυτοί τουλάχιστον νοιάζονται για κείνον. Τον γλυκοχαιρετούσαν και τον πρόσεχαν. Και ας μην υπήρχαν. Οι άλλοι, οι «κανονικοί», τον κυνηγούσαν. Κρυφά τον λοιδορούσαν. Κι αυτά τα βλέμματά τους, πόσο πολύ τον τυραννούσαν. Γεμάτα οίκτο και λύπηση. Απόρριψη και περιφρόνηση που κόβει σαν τζάμι. Γι’ αυτό και δεν τους κοιτούσε στα μάτια. Σχεδόν καθόλου. Είχε σκυμμένο το κεφάλι και μετρούσε τα βήματά του στα σοκάκια των μονολόγων του. Λες και περίμενε ν’ αλλάξει ο δρόμος της ζωής του.

Ένα βράδυ τον κέρασα μια μπίρα. Την δέχτηκε με χαμόγελο. Έστρεψε το πρόσωπό του και με κοίταξε κατευθείαν στα μάτια, σπάνιο φαινόμενο για εκείνον. Λες και ήθελε να μου κάνει κάποια μεγάλη δήλωση. Μια σπουδαία ανακοίνωση.

– Φίλε, αύριο έχω επέτειο.

– Τι επέτειο, βρε ; του απάντησα με απορία. Μήπως εννοείς γενέθλια;

 – Όχι. Επέτειο. Ξέρω τι σου λέω. Σαν αύριο της Σταυροπροσκύνησης γεννήθηκα. Ήταν η μέρα που ήρθα στην ζωή. Κανείς δεν χάρηκε. Κανείς δεν γέλασε. Ήταν όλοι τους βουβοί και τρομαγμένοι.

– Πού το ξέρεις, ρε; Γιατί το λες;

– Ναι, ξέρω τι σου λέω. Κανείς δεν χάρηκε. Μου το είπε ο μεγάλος μου αδελφός.

Δεν ήθελαν άλλο παιδί και εγώ τούς έτυχα. Από τύχη γεννήθηκα. Θύμωσαν μαζί μου. Ντρεπόντουσαν για μένα. Δεν με ήθελαν. Η μάνα ντρεπόταν να με θηλάσει. Πήρε φάρμακα για να σταματήσει τον θηλασμό. «Σε τέτοια ηλικία να δείχνω τα στήθη μου; Ντροπής είναι». Σε αυτό συμφωνούσε και η γιαγιά μου. Η μάνα του πατέρα μου. Δύστροπη και σκληρή γυναίκα. Έζησε σε εποχές όπου το κορίτσι θεωρούταν κατάρα για μια οικογένεια. Η δε ζωή της γυναίκας σκέτη κόλαση. Υποταγή, υποτέλεια, βία και περιθώριο. Λίγο καλύτερα από τα ζώα της φαμίλιας. Έτσι η γιαγιά μισούσε την ζωή. Οτιδήποτε είχε σχέση με την χαρά της ζωής. Δεν έζησε αυτή, δεν χάρηκε, κανείς να μην χαρεί. Αυτό ήταν το κρυφό της δόγμα. Έλεγε και ξανάλεγε στη μάνα μου, «Τι το θέλατε το παιδί σε τέτοια ηλικία; Να σας κοροϊδεύει ο κόσμος ότι δεν μπορείτε να κάνετε καλά τις ορμές σας; Ρεζίλι γίναμε σε όλο το χωριό».

Προσπάθησαν να με ρίξουν πολλές φορές. Τι μπουνιές έδινε ο πατέρας στην κοιλιά της μάνας, τι βίαιες και κουραστικές δουλειές τίποτα. Δεν έλεγα να το κουνήσω. Μέσα εκεί, γραπωμένος από την ζωή. Λένε οι παλιοί ότι άμα είναι να παιδευτείς, θα παιδευτείς. Δεν την γλυτώνεις. Και εγώ, φίλε μου, παιδεύομαι από την πρώτη ανάσα ζωής.

 Κατάλαβες τώρα γιατί σού λέω ότι δεν με ήθελες κανείς; Αυτό το βασανιστικό ερώτημα στοίχειωσε μέσα στην ύπαρξή μου. Ξημερώνει, βραδιάζει και εγώ διερωτώμαι, «Με θέλεις κανείς;». Μόλις τελείωσε την φράση αυτή πετάχτηκε πάνω λες και τον χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα.

– Άντε, καληνύχτα. Ευχαριστώ για την μπίρα.

Μέχρι να σηκωθώ είχε χαθεί τρέχοντας στα παρακάτω στενά γύρω από το καφενείο. Είχε τους δικούς του ρυθμούς, τα δικά του όρια και πάνω από όλα τον δικό του κόσμο που δεν χωρούσαν καθωσπρεπισμοί. Όλα ήταν ελεύθερα, αυθεντικά.

Αγαπούσε ιδιαίτερα τα παιδιά, τους παππούδες και τα αδέσποτα ζώα. Όλους τούς αδύναμους. Ένιωθε ότι συγγένευαν μαζί του. Μια σχέση πέρα από το μυαλό και την λογική έρεε μέσα του με αυτές τις υπάρξεις. Το πατρικό του σπίτι το είχε γεμίσει σκύλους και γάτες. Χελώνες, μικρές κουκουβάγιες και νυχτερίδες. Περνούσε, τα τάιζε και έπειτα χανόταν και πάλι στους δρόμους. Είχε συμφιλιωθεί απόλυτα μαζί τους. Ο κόσμος της λογικής τον είχε απορρίψει. Ο κόσμος όμως της «αλόγου» φύσεως τον είχε αγαπήσει και εντάξει απόλυτα στην κοινωνία του.

Τα βράδια, έπαιρνε κάποιο από τα σκυλιά του σπιτιού και κατέβαινε σε φτωχογειτονιές της πόλης. Όπου έβρισκε μια γριά ή ένα γέρο μόνο του βουτηγμένο στην μοναξιά, τον αγκάλιαζε, του έκανε αστεία και καθόταν για παρέα. Έπαιρνε μπίρες από το περίπτερο και κουβέντιαζε με τις ώρες μαζί τους. Έλεγε ότι, επειδή ένιωθαν τελειωμένοι, ήταν ωραίοι. Η σωματική αδυναμία άνθιζε μια δύναμη στην ψυχή τους. Του άρεσε η παρέα τους.

– Να σου κάνω, παιδί μου, ένα καφεδάκι;

– Όχι, ρε θεία, τι να τον κάνω τον καφέ; Ο καφές είναι για κείνους που θέλουν να θυμούνται. Εγώ προτιμώ να ξεχνώ. Να μην σκέφτομαι. Να ησυχάζει ο νους μου. Έτσι η μπιρίτσα κάνει καλύτερη δουλειά. Με ζαλίζει. Θολώνει το μυαλό και δεν καταλαβαίνω τίποτα. Με νιώθεις;

Οι γερόντοι έγνεφαν συγκαταβατικά κι ας μην καταλάβαιναν τίποτα απολύτως. Η ουσία γι’ αυτούς ήταν ότι είχαν μια παρέα. Έναν άνθρωπο να πουν μια κουβέντα. Για τα περασμένα μεγαλεία τους, τους άνδρες που τις τυραννούσαν, για τα παιδιά τους που έλειπαν στα ξένα. Οι περισσότεροι για την εγκατάλειψη που ένιωθαν.

Εκείνος τούς άκουγε. Δεν μαρτυρούσε τα μυστικά τους και το κυριότερο δεν απέρριπτε κανένα. Αντιθέτως τους έδινε με τον δικό του τρόπο δύναμη.

– Έλα, μωρέ θεία. Όλοι λίγο πολύ σταυρωμένοι είμαστε σε αυτό τον ντουνιά. Κάθε σπίτι και καημός. Κάθε άνθρωπος και βάσανα. Είδες εσύ κανένα να μην κουβαλάει σταυρό; Δες και εμένα που είμαι ένα ρεμάλι. Κανείς δε με υπολογίζει. Όλοι με λυπούνται και με φωνάζουν, «τρελό», «κακομοίρη», «άχρηστο». Εντάξει όμως. Ζω και εγώ. Αντέχω. Έφτιαξα τον δικό μου κόσμο και είμαι πρίγκιπας.

Αύριο ξημέρωνε της Σταυροπροσκύνησης. Γιόρταζε. Σκέφτηκε να πάει σπίτι. Να κάνει κανένα μπάνιο. Να αλλάξει τα ρούχα που φορούσε σχεδόν έξι μήνες. Οι γείτονες του άφηναν στην πόρτα κανένα ρουχαλάκι. Καλά ήταν. Φορεμένα, αλλά καθαρά και σιδερωμένα. Σκέφτηκε ότι είχε να πάει πολύ καιρό στην εκκλησία. Του είχε λείψει. Δεν μπορούσε να παραμείνει πολλή ώρα μέσα στο ναό, μια και δεν ησύχαζε το βήμα του, αλλά ωστόσο θα άναβε το κερί του και θα έκανε τον Σταυρό του.

Πήγε σπίτι. Πλύθηκε. Έβαλε τα καθαρά ρούχα και κατέβηκε στην εκκλησία. Είχε αρκετό κόσμο. Άναψε κερί και σταμάτησε δίπλα σε ένα παιδί. Εκεί αναπαυόταν. Ένιωθε πιο οικεία. Τους ενήλικες δεν τους εμπιστευόταν.Κάθισε κατάχαμα. Δεν ήθελε τις καρέκλες. Άλλωστε ήξερε ότι δεν θα μπορέσει να μείνει πολύ. Θα τον έπιανε πάλι αυτή η νευρικότητα. Η τρεχάλα.

Η λειτουργία ήταν υπέροχη. Ένιωθε πολύ όμορφα. Τον είχε συνεπάρει τόσο πολύ που ξέχασε τα τρελά βήματά του. Είχε ειρηνεύσει η ψυχή και το σώμα του. Μια γλυκιά υπερκόσμια ηδονή έρεε μέσα στο είναι του. Ποτέ δεν είχε νιώσει τέτοια θαλπωρή. Τέτοιο δυνατό, ζεστό και όμορφο συναίσθημα. Λες και κάποιος τον αγαπούσε. Λες και κάποια τον κρατούσε αγκαλιά.

Αισθάνθηκε έναν γλυκό ύπνο να ξελογιάζει τα μάτια του. Έγειρε το κορμί του στο πάτωμα. Ξάπλωσε. Σταύρωσε τα χέρια του στο στήθος και μάζεψε τα πόδια του στην κοιλιά του. Έγινε ένα κουβαράκι. Σαν μικρό παιδί.

Μερικοί γέλασαν. Άλλοι πάλι εκνευρίστηκαν με την ασέβειά του. Τι στάση ήταν αυτή μέσα στο ναό και μάλιστα εν ώρα Λειτουργίας; Άσχημα πράγματα Μερικοί είπαν να τον ξυπνήσουν. Να τον σκουντήξουν. Ορισμένοι όμως που τον αγαπούσαν τούς εμπόδισαν.

– Αφήστε τον. Δεν ενοχλεί κανένα.

Εκείνος έδειχνε τόσο ευτυχισμένος. Τόσο χαρούμενος και γαλήνιος. Λουσμένος στο φώς. Έφεγγε μακαριότητα, που έλειπε από όλους τους επικριτές του και ας μιλούσαν με τόσο «σεβασμό» και θρησκευτικό στόμφο για τα τελούμενα μυστήρια. Εκείνος είχε την Χάρη και αυτοί τον νόμο.

Η λειτουργία τελείωσε. Ο Σταυρός ήταν πλέον στην μέση του ναού. Στολισμένος με άνθη που μοσχοβολούσαν ελπίδα. Οι πιστοί είχαν σηκωθεί από τις θέσεις τους, σχηματίζοντας ουρές για το αντίδωρο. Αυτός δεν έλεγε να ξυπνήσει. Στην ίδια θέση γαλήνιος. Στην ίδια στάση ακίνητος και φωτεινός. Ο παπα Χρήστος είπε να φωνάξουν τους επιτρόπους.

– Καλά δε βλέπετε το παλικάρι: Ξυπνήστε τον να πάρει κι αυτός αντίδωρο. Να πάει σπίτι του.

– Σήκω, νεαρέ. Ξύπνα. Τελειώσαμε, είναι ώρα να πηγαίνεις.

Εκείνος όμως είχε μόλις αρχίσει. Στο ναό είχε μείνει μονάχα το σώμα του. Η ψυχή του ταξίδευε.

Στην εξόδιο ακολουθία ο ναός γέμισε από παιδιά και γέρους. Στην αυλή, μπροστά στην πόρτα, είχαν παραταχθεί σκύλοι και γάτες. Λες και κάποιος μυστικά τούς είχε ειδοποιήσει. Οι αγαπημένες του γιαγιάδες ξαγρύπνησαν δίπλα στο λείψανο του γλυκού «τρελού» τους. Όλοι οι «ανώνυμοι» ήταν εκεί.

Τον έθαψαν όπως τον βρήκαν. Σε στάση εμβρύου.

π. Χαράλαμπος Παπαδόπουλος (π. Λίβυος)

Απόσπασμα από το βιβλίο του π. Χαράλαμπου Παπαδόπουλου «Ο Κινέζος, ο Θεός και η Μοναξιά», εκδ. Αρμός 2011

…για την Αγάπη

...τότε η Αλμήτρα είπε:
Μίλησε μας για την Αγάπη.
Κι εκείνος, ύψωσε το κεφάλι του κι αντίκρυσε το λαό,
κι απλώθηκε βαθιά ησυχία.
Και με φωνή μεγάλη είπε:

Όταν η αγάπη σε καλεί, ακολούθησε την,
μ' όλο που τα μονοπάτια της είναι τραχιά κι απότομα.
Κι όταν τα φτερά της σ' αγκαλιάσουν
παραδώσου, μ' όλο που το σπαθί που είναι κρυμμένο
ανάμεσα στις φτερούγες της μπορεί να σε πληγώσει.

Κι όταν σου μιλήσει, πίστεψε την, μ' όλο που η φωνή της
μπορεί να διασκορπίσει τα όνειρα σου
σαν τον βοριά που ερημώνει τον κήπο.
Γιατί, όπως η Αγάπη σε στεφανώνει, έτσι θα σε σταυρώσει.
Κι όπως είναι για το μεγάλωμα σου, είναι και για το κλάδεμά σου.

Κι όπως ανεβαίνει ως την κορυφή σου και χαϊδεύει
τα πιο τρυφερά κλαδιά σου που τρεμοσαλεύουν στον ήλιο,
έτσι ανεβαίνει κι ως τις ρίζες σου και ταράζει
την προσκόλλησή τους στο χώμα.

Σα δεμάτια σταριού σε μαζεύει κοντά της.
Σε αλωνίζει για να σε ξεσταχιάσει. Σε κοσκινίζει
για να σε λευτερώσει από τα φλούδια σου.
Σε αλέθει για να σε λευκάνει.
Σε ζυμώνει ώσπου να γίνεις απαλός.
Και μετά σε παραδίνει στην ιερή φωτιά της
για να γίνεις ιερό ψωμί για του Θεού
το άγιο δείπνο.

Όλα αυτά θα σου κάνει η Αγάπη
για να μπορέσεις να γνωρίσεις τα μυστικά της καρδιάς σου
και με τη γνώση αυτή να γίνεις
κομμάτι της καρδιάς της ζωής.

Αλλά αν από το φόβο σου, γυρέψεις μόνο
την ησυχία της Αγάπης και την ευχαρίστηση
της Αγάπης,
τότε, θα ήταν καλύτερα για σένα
να σκεπάσεις τη γύμνια σου και να βγεις
έξω από το αλώνι της Αγάπης.
Και να σταθείς στον χωρίς εποχές κόσμο
όπου θα γελάς, αλλά όχι με ολάκερο το γέλιο σου,
και θα κλαις, αλλά όχι με όλα τα δάκρυά σου.

Η Αγάπη δε δίνει τίποτα παρά μόνο τον εαυτό της
και δεν παίρνει τίποτα παρά από τον εαυτό της.
Η Αγάπη δεν κατέχει κι ούτε μπορεί να κατέχεται
γιατί η Αγάπη αρκείται στην Αγάπη.

Όταν αγαπάς, δε θα 'πρεπε να λες: « Ο Θεός είναι
στην καρδιά μου» αλλά μάλλον « εγώ βρίσκομαι
στην καρδιά του Θεού.»

Και μην πιστέψεις ότι μπορείς να κατευθύνεις
την πορεία της αγάπης, γιατί η αγάπη,
αν σε βρει άξιο, θα κατευθύνει εκείνη τη δική σου πορεία.

Η αγάπη δεν είναι καμιά άλλη επιτυχία
εκτός από την εκπλήρωση της.
Αλλά αν αγαπάς κι είναι ανάγκη να έχεις επιθυμίες,
ας είναι αυτές οι επιθυμίες σου:

Να λιώσεις και να γίνεις σαν το
τρεχούμενο ρυάκι που λέει το τραγούδι του στην νύχτα.
Να γνωρίσεις τον πόνο της πολύ μεγάλης τρυφερότητας.

Να πληγωθείς από την ίδια την γνώση σου της αγάπης.
Και να ματώσεις πρόθυμα και χαρούμενα.
Να ξυπνάς την αυγή με καρδιά έτοιμη να πετάξει και
να προσφέρει ευχαριστίες για μια ακόμη μέρα αγάπης.

Να αναπαύεσαι το μεσημέρι και να στοχάζεσαι
την έκσταση της αγάπης.
Να γυρίζεις σπίτι το σούρουπο μ' ευγνωμοσύνη στην καρδιά.
Και ύστερα να κοιμάσαι με μια προσευχή
για την αγάπη που έχεις στην καρδιά σου
και μ' έναν ύμνο δοξαστικό στα χείλη σου.

Χαλίλ Γκιμπράν

Απόσπασμα από το έργο «Ο Προφήτης»

Πού κρύβεται η τελειότητα … - Η Ποιμαντική σκέψη της Εβδομάδος

«Μὴ ζητᾶς τὴν τελειότητα τοῦ νόμου τῆς ἐλευθερίας (δηλ. τοῦ Εὐαγγελίου) σὲ ἀνθρώπινες ἀρετές, γιατὶ τέλειος ἄνθρωπος μ' αὐτὲς τὶς ἀρετὲς δὲν ὑπάρχει, ἡ τελειότητα του εἶναι κρυμμένη στὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ».

Σὲ Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ μεταβάλλεται ὁ σταυρὸς τοῦ μαθητῆ τοῦ Χριστοῦ, ὅταν αὐτὸς τὸν σηκώνει μὲ εἰλικρινὴ συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητα του εὐχαριστώντας καὶ δοξολογώντας τὸν Κύριο. Ἀπὸ τὴν εὐχαριστία καὶ τὴ δοξολογία ἔρχεται ἡ πνευματικὴ παρηγοριά. Ἡ εὐχαριστία καὶ ἡ δοξολογία γίνονται πλούσιες πηγὲς ἀσύλληπτης καὶ ἄφθαρτης χαρᾶς, ποὺ κοχλάζει εὐεργετικά μέσα στὴν καρδιά, ξεχύνεται στὴν ψυχή, ἀπλώνεται στὸ σῶμα, κυριεύει ὅλη τὴν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου.

«Ὅποιος θέλει νὰ μὲ ἀκολουθήσει», εἶπε ὁ Κύριος, «ἂς ἀπαρνηθεῖ τὸν ἑαυτό του, ἂς σηκώσει τὸν σταυρό του καὶ ἂς μὲ ἀκολουθεῖ ».

Αγίου Ἰγνατίου Μπριαντσιανίνωφ


Ἀσκητικὲς ἐμπειρίες B' , Ἱερὰ Μονὴ Παρακλήτου

Θυμᾶσαι τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ;

Πάντοτε νά θυμᾶσαι μέ ἀγάπη τό Θεό σου καί τήν ἀγάπη Του για μᾶς …

Κάθε πλάσμα τοῦ Θεοῦ φανερώνει τήν ἀγάπη Του σ᾿ ἐμᾶς. Βλέποντας λοιπόν καί ἀπολαμβάνοντας τά δημιουργήματά Του, λέγε μέσα σου:    Αὐτό εἶναι ἔργο τῶν χειρῶν τοῦ Θεοῦ μου καί ἔχει δημιουργηθεῖ γιά χάρη μου.

Αὐτοί οἱ φωστῆρες τοῦ οὐρανοῦ, ὁ ἥλιος, τό φεγγάρι καί τά ἄλλα ἀστέρια εἶναι δημιουργήματα τοῦ Κυρίου μου, γιά νά φωτίζουν ὅλη τήν οἰκουμένη κι ἐμένα.

Αὐτή ἡ γῆ πού πάνω της ζῶ, πού δίνει τούς καρπούς της σέ μένα καί στά ζῶα μου, αὐτή, μαζί μέ ὅ,τι ἔχει, εἶναι τοῦ Κυρίου μου δημιούργημα.

Αὐτό τό νεράκι πού ποτίζει ἐμένα καί τά ζῶα μου, εἶναι τοῦ Κυρίου μου ἀγαθό.

Αὐτά τά ζῶα πού μοῦ δουλεύουν, εἶναι δημιουργήματα τοῦ Κυρίου μου καί τά ἔθεσε στήν ὑπηρεσία μου.

Αὐτό τό σπίτι, ὅπου κατοικῶ, εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ καί μοῦ τό ἔδωσε γιά τήν ἀνάπαυσή μου.

Αὐτή ἡ τροφή πού τρώγω, εἶναι ἀγαθό τοῦ Θεοῦ καί μοῦ τή δίνει γιά ἐνίσχυση καί παρηγοριά τῶν ἀδυναμιῶν τοῦ σώματός μου.

Αὐτό τό ροῦχο πού φοράω, μοῦ τό ἔδωσε ὁ Κύριος καί Θεός μου γιά νά καλύψω τό γυμνό μου σῶμα.

Αὐτή ἡ μορφή τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ μορφή τοῦ Σωτήρα μου, πού κατέβηκε στόν πάμπτωχο κόσμο γιά χάρη μου, γιά νά σώσει ἐμένα πού ἤμουν «ἀπολωλός».

Ὑπέφερε καί πέθανε γιά μενα, κι᾿ ἔτσι μέ ἐξαγόρασε ἀπό τήν ἁμαρτία, τό διάβολο, τό θάνατο, τόν ἅδη.

Προσκυνῶ τήν ἀνέκφραστη φιλανθρωπία Του!


Αγίου Τύχωνος τοῦ Ζαντόνσκ

Ἀπό τό βιβλίο: “Πορεία προς τον Ουρανό”, Ἱερά Μονή Παρακλήτου Ὠρωπός Ἀττική
“Βλέπω πόσο πολύ μ’ αγαπάει ο Θεός και εγώ δεν μπορώ να τον αγαπήσω όσο κι Αυτός”.

Άγιος Πορφύριος καυσοκαλυβίτης

8 Σεπ 2016

Ο Θεός δεν μας υποσχέθηκε επίγεια ευτυχία

Τι είναι αυτό που θέλει ο άνθρωπος; Για ποιό πράγμα διψά; Αν δεν το λάβει, μεταμορφώνεται σ’ ένα πρόσωπο του κακού, κι αν το λάβει, τον κάνει να επιθυµεί περισσότερο...

Θέλει την αναγνώριση, δηλαδή τη «δόξα των άλλων». Να είναι «κάποιος» για τον άλλο, για τους άλλους, «κάτι»: µια αρχή, µια εξουσία, ένα αντικείμενο φθόνου, κ.λπ.

Εδώ βρίσκεται, η κύρια πηγή και η ουσία της υπερηφάνειας. Κι αυτή η υπερηφάνεια μεταμορφώνει αδελφούς σ’ εχθρούς.

Ν’ αγαπάς, (τον εαυτό σου και τους άλλους) µε την αγάπη του Θεού: πόσο χρειάζεται αυτό στην εποχή µας, που η αγάπη έχει σχεδόν ολοκληρωτικά παρεξηγηθεί...


Στην αγάπη του Θεού, δεν υπάρχει καµία υπόσχεση για επίγεια ευτυχία... Αυτή η αγάπη είναι υποταγμένη ολοκληρωτικά στην επαγγελία και στην έγνοια για τη Βασιλεία του Θεού, την απόλυτη ευτυχία για την οποία ο Θεός έχει δημιουργήσει τον άνθρωπο, μια πρόσκληση που απευθύνεται σε κάθε πρόσωπο ....

π. Αλέξανδρος Σμέμαν

Ευσπλαχνία Θεού - Η Ποιμαντική σκέψη της Εβδομάδος


Τα αμαρτήματα σας είναι μεγάλα και φοβερά. Τίποτε όμως δεν υπερβαίνει την άπειρη ευσπλαχνία του Θεού. Η άφεση των αμαρτιών δεν δίνεται σύμφωνα με την αξία μας, αλλά σύμφωνα με το έλεος του φιλάνθρωπου Θεού. Ο Θεός είναι έτοιμος να συγχωρήσει, όταν υπάρχει ειλικρινής μετάνοια. Αυτό που κάνει τον άνθρωπο ανάξιο να συγχωρηθεί δεν είναι το μέγεθος και το πλήθος των αμαρτιών, άλλα η αμετανοησία του.

Άγιος Θεοφάνης Έγκλειστος

‘Η ουσία της πνευματικής ζωής είναι
το πώς θα διαχειριστούμε
το πώς μας διαχειρίστηκαν!’

π. Αλέξανδρος Σμέμαν

7 Σεπ 2016

“Ἀποκάλυψαν πρὸς Κύριον τὴν ὁδόν σου καὶ ἔλπισον ἐπ᾿ αὐτόν, καὶ αὐτὸς ποιήσει”
 (Ψαλμός λστ' στ. 5).

4 Σεπ 2016

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ 18: 23-35

18.23 Διὰ τοῦτο ὡμοιώθη ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἀνθρώπῳ βασιλεῖ, ὃς ἠθέλησε συνᾶραι λόγον μετὰ τῶν δούλων αὐτοῦ. 24. ἀρξαμένου δὲ αὐτοῦ συναίρειν προσηνέχθη αὐτῷ εἷς ὀφειλέτης μυρίων ταλάντων. 25. μὴ ἔχοντος δὲ αὐτοῦ ἀποδοῦναι ἐκέλευσεν αὐτὸν ὁ κύριος αὐτοῦ πραθῆναι καὶ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ τὰ τέκνα καὶ πάντα ὅσα εἶχε, καὶ ἀποδοθῆναι. 26. πεσὼν οὖν ὁ δοῦλος προσεκύνει αὐτῷ λέγων· κύριε, μακροθύμησον ἐπ᾿ ἐμοὶ καὶ πάντα σοι ἀποδώσω. 27. σπλαγχνισθεὶς δὲ ὁ κύριος τοῦ δούλου ἐκείνου ἀπέλυσεν αὐτὸν καὶ τὸ δάνειον ἀφῆκεν αὐτῷ. 28. ἐξελθὼν δὲ ὁ δοῦλος ἐκεῖνος εὗρεν ἕνα τῶν συνδούλων αὐτοῦ, ὃς ὤφειλεν αὐτῷ ἑκατὸν δηνάρια, καὶ κρατήσας αὐτὸν ἔπνιγε λέγων· ἀπόδος μοι εἴ τι ὀφείλεις. 29. πεσὼν οὖν ὁ σύνδουλος αὐτοῦ εἰς τοὺς πόδας αὐτοῦ παρεκάλει αὐτὸν λέγων· μακροθύμησον ἐπ᾿ ἐμοὶ καὶ ἀποδώσω σοι· 30. ὁ δὲ οὐκ ἤθελεν, ἀλλὰ ἀπελθὼν ἔβαλεν αὐτὸν εἰς φυλακὴν ἕως οὗ ἀποδῷ τὸ ὀφειλόμενον. 31. ἰδόντες δὲ οἱ σύνδουλοι αὐτοῦ τὰ γενόμενα ἐλυπήθησαν σφόδρα, καὶ ἐλθόντες διεσάφησαν τῷ κυρίῳ ἑαυτῶν πάντα τὰ γενόμενα. 32. τότε προσκαλεσάμενος αὐτὸν ὁ κύριος αὐτοῦ λέγει αὐτῷ· δοῦλε πονηρέ, πᾶσαν τὴν ὀφειλὴν ἐκείνην ἀφῆκά σοι, ἐπεὶ παρεκάλεσάς με. 33. οὐκ ἔδει καὶ σὲ ἐλεῆσαι τὸν σύνδουλόν σου, ὡς καὶ ἐγώ σε ἠλέησα;

Μετάφραση

18.23. Το καθήκον να συγχωρούμεν αυτούς που μας έφταιξαν είναι απεριόριστον. Δι' αυτό και η βασιλεία των ουρανών έχει παρομοιωθή με ένα βασιλέα, που ηθέλησε να λογαριασθή με τους δούλους του, στους οποίους είχεν εμπιστευθή την διαχείρισιν των οικονομικών του. 24. Εκεί δε που ήρχισε να εξετάζη τους λογαριασμούς, του έφεραν βιαίως έναν, που του χρεωστούσε το τεράστιον πόσον των δέκα χιλιάδων ταλάντων. 25. Επειδή δε δεν είχε να επιστρέψη όσα χρεωστούσε, διέταξε ο κύριός του να πωληθή ως δούλος αυτός και η γυναίκα του και τα παιδιά του και όλα όσα είχε, δια να εξοφληθή έτσι έστω και μέρος από το χρέος. 26. Επεσε τότε κατά γης ο δούλος εκείνος, τον επροσκυνούσε και έλεγε· “Κυριε, δείξε επιείκειαν και μακροθυμίαν εις εμέ και όλα όσα σου χρεωστώ, θα σου τα πληρώσω”. 27. Εφάνη δε σπλαγχνικός ο Κυριος του δούλου εκείνου, τον αφήκεν ελεύθερον και του εχάρισεν όλον το χρέος. 28. Αλλ' εκείνος ο δούλος όταν εβγήκεν έξω, ευρήκε ένα από τους συνδούλους του, ο όποιος του χρεωστούσε το μηδαμινόν ποσόν των εκατό δηναρίων. Αμέσως τον επιασε και τον επίεζε κατά τον πλέον σκληρόν τρόπον λέγων· Πλήρωσέ μου ο,τι μου χρεωστάς. 29. Επεσε τότε ο σύνδουλος εκείνος εις τα πόδια αυτού και τον παρακαλούσε λέγων· Δείξε σε μένα επιείκειαν και μακριθυμίαν και θα σου επιστρέψω τα οφειλόμενα. 30. Αυτός δε δεν ήθελε να ακούση τίποτε, αλλά επήγε και τον κατήγγειλε εις τας αρχάς και τον έβαλε εις την φυλακήν, έως ότου πληρώση το χρέος του. 31. Οι άλλοι σύνδουλοί του, όταν είδαν αυτά που έγιναν, ελυπήθηκαν πάρα πολύ και ελθόντες στον κύριόν των του διηγήθηκαν με ακρίβειαν όλα τα γεγονότα. 32. Τοτε εκάλεσε αυτόν ο κύριός του και του είπε· Δούλε πονηρέ, όλο το τεράστιον εκείνο χρέος σου το εχάρισα, διότι με παρεκάλεσες. 33. Δεν έπρεπε και συ να λυπηθής και να ελεήσης τον σύνδουλό σου, όπως εγώ ο Κυριος σου σε ελυπήθηκα και σε ελέησα;