“Γίνεσθαι
δε εις αλλήλους χρηστοί, εύσπλαγχνοι, χαριζόμενοι εαυτοίς
καθώς
και ο Θεός εν Χριστώ εχαρίσατο υμίν”
(Εφ.
4, 32)
…Τώρα βλέπει τις
σπιταρόνες και ζαλίζεται. Πως δε ζαλίζονται κι οι ίδιες και δεν πέφτουν;
Βλακείες. Ζαλίζονται ποτέ οι πέτρες κι οι ασβέστες; Εδώ δε ζαλίστηκαν κείνοι
που τις έχτισαν ή κείνοι που τις κατοικούν! Μα τι στο καλό! Γεμάτη από
ακροβάτες είναι αυτή η πόλη; Ορίστε… Ο ένας πατά –μαζί με το σπίτι του- απάνω
στον άλλον. Αλλά…περίεργο! Δεν ξέρουν ο ένας τον άλλον –κι ούτε θέλουν να τον
ξέρουν. Κι ούτε και τον χαιρετά. Μα αυτοί πια παιδί μου δεν είναι άνθρωποι.
Αυτοί είν΄ αγρίμια! Και παραμονεύουν να ξεσκίσουν το ένα τ΄ άλλο! Τους βλέπεις;
Να τους! Είναι σταματημένος τόσην ώρα σ΄ αυτόν τον πολυσύχναστο δρόμο… Πέρασαν,
πέρασαν ο ένας μπρος απ΄ τον άλλον κάπου δυο χιλιάδες άνθρωποι. Ε, ούτε ένας
μωρέ παιδί μου να μη σταματήσει να πει μια καλημέρα! «Καλημέρα, αδερφέ μου, τι
κάνεις;» Πω πω…ρουμάνι! Αχ, Μέλιο, Μέλιο…Πως θα ζήσεις φτωχέ μου ανάμεσα σ΄
αυτά τ΄ άλαλα πλάσματα; Που θ΄ ακουμπήσεις; Να…νύχτωσε κι ως τώρα κανείς δε σε
κοίταξε στα μάτια. Κανείς δε σταμάτησε να σου πει «Μην τρέμεις, παιδί μου,
ησύχασε, βρίσκεσαι ανάμεσα σ΄ ανθρώπους…»
Απόσπασμα από το βιβλίο “Κάτω απ΄ τα κάστρα της ελπίδας” του Μενέλαου Λουντέμη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου