Την
αυγή να τη φτάσεις δε μπορείς
παρά μονάχα απ' της νύχτας το μονοπάτι
…μας είχανε
απομονωμένους σε μια ακτίνα των φυλακών της Κέρκυρας, δεκαπέντε πολιτικούς
ανάμεσα σε πεντακόσιους ποινικούς. Στην γειτονική μας ακτίνα ήταν ένας ποινικός
που, σύμφωνα με τα δικά μας μέτρα, είχε φτάσει στο έσχατο όριο εξαθλίωσης.
Άπλυτος, κουρελής, ζήτουλας, μπορούσε να κάνει τη μεγαλύτερη παλιανθρωπιά για
ένα τσιγάρο. Καμιά «ηθική», ένα περιφερόμενο κουρέλι, πρεζάκιας σε προχωρημένο
στάδιο.
Κι όμως.
Ένα βράδυ δεν είχα
ύπνο, από πολλή ώρα είχε βαρέσει σιωπητήριο, καθόμουν και διάβαζα. Ξαφνικά,
μέσα στην απόλυτη σιγαλιά της νύχτας, ακούω κάποιον να τραγουδά ένα τραγούδι σε
στίχους ενός μεγάλου ισπανού ποιητή, του Λόρκα. Η φωνή είχε τόση καθαρότητα,
ένταση και πάθος, τόσο βαθιά τρυφερότητα και νοσταλγία, που κυριολεκτικά τα
έχασα. Ήταν ένα τραγούδι μου άρεσε και το είχα ακούσει αρκετές φορές. Όμως
πρώτη φορά ένοιωθα τον ποιητή, την απέραντη τρυφερότητα του για την ζωή, μέσα
από την αναπότρεπτη αναγκαιότητα του θανάτου.
«Αν πεθάνω, άσε το
μπαλκόνι ανοιχτό.
Τρώει πορτοκάλια το
παιδί,
Απ΄ το μπαλκόνι μου το
βλέπω,
Θερίζει ο θάνατος τα
στάχυα,
Απ΄ το μπαλκόνι τον
ακούω.»
Πετάχτηκα απάνω,
πιάστηκα από τα κάγκελα του φινιστρινιού και κοίταξα έξω. Στον μοβ ουρανό
κρεμόταν ένα ολόγιομο αυγουστιάτικο φεγγάρι, και απέναντι απ΄ το κελί μου, στην
αχτίνα των ποινικών , ο Ανέστος, ο πρεζάκιας που σου΄λεγα πιο πάνω, κρεμασμένος
απ΄ τα κάγκελα του κελιού του, μεταμορφωμένος σε άνθρωπο, πολυβολούσε το
φεγγάρι με τους στίχους του Φεντερίκου Γκαρθία Λόρκα… Ίδε ο άνθρωπος.
Ξανακύλησα στο κελί μου
γεμάτος τρυφερότητα, αισιοδοξία και περηφάνια…
Απόσπασμα
από το βιβλίο "Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς" του Χρόνη Μίσσιου
Υ.Γ. το δίστιχο στην αρχή είναι του Χαλίλ Γκιμπράν
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου