Παίρνω και βγάζω
περίπατο την ψυχή μου
κάθε που αρχίζει να σκληραίνει
το χαμόγελό της
Είταν η ώρα που
επρόκειτο να ανάψουν οι φανοστάτες. Δεν είχε
καμιά αμφιβολία, το
‘ξερε πως όπου να ναι θα ανάβανε, όπως και
κάθε βράδι άλλωστε.
Πήγε και στάθηκε στη διασταύρωση, για την
ακρίβεια στη νησίδα
ασφαλείας, για να δει τους φανοστάτες να ανά-
βουν ταυτόχρονα, τόσο
στον κάθετο, όσο και στον οριζόντιο δρόμο.
Με το κεφάλι ασάλευτο, έστριψε το δεξί του
μάτι δεξιά, το αρι-
στερό του αριστερά.
Περίμενε, μα οι φανοστάτες δεν ανάβανε. Τα
μάτια του κουράστηκαν,
άρχισαν να πονάνε, σ’εκείνη την άβολη
στάση. Σε λίγο δεν
άντεξε και έφυγε.
Ωστόσο, το επόμενο
σούρουπο, πιστός στο καθήκον, πήγε και
ξαναστάθηκε στη νησίδα
του. Οι φανοστάτες και πάλι δεν ανάψανε,
ούτε εκείνο το βράδι,
ούτε τις άλλες νύχτες, μα τα μάτια του συνήθι-
ζαν λίγο λίγο, δεν
κουράζονταν πια, δεν πονούσαν.
Και κάποτε, εκεί που στεκόταν και περίμενε,
χάραξε εντελώς
ξαφνικά. Εντελώς
ξαφνικά, είδε τον ήλιο να ανατέλει, ταυτόχρονα,
απ’τον κάθετο δρόμο και
απ’ τον άλλον, τον οριζόντιο...
Αλεξάνδρου
Άρης
Ποιήματα
(1941-1974), Ύψιλον, Αθήνα, 1991
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου