Ο Ων

Ο Ων
"Μην κοιτάς τ'αγκάθια...ψάξε για το ρόδο"

25 Οκτ 2016

Ασκητισμός και θυσία - Μέρος 1ο



1. Αν το πνεύμα μου προσπαθεί να επιβάλει σιωπή στην σάρκα μου δια της βίας, αργά ή γρήγορα η σάρκα μου θα εκδικηθεί το πνεύμα μου μολύνοντάς το κρυφά, με χίλια-δυο δηλητήρια. Η πικρία και η δυστροπία είναι οι συνηθέστεροι καρποί ενός ασκητισμού, που περιορίζεται στο να ασκεί μόνο το σώμα. Το πνεύμα μου είναι φυσικά ανώτερο από την σάρκα μου, αλλά δεν είναι ανεξάρτητο από την σάρκα μου. Θερίζει ό,τι σπέρνει σ’ αυτήν. Και εάν μεν της φέρεται με υπερβολική αδυναμία, αργά ή γρήγορα θα ανακαλύψει σ’ αυτήν, την εικόνα και την καταδίκη της αδυναμίας του. Αν όμως πάλι της φέρεται με βιαιότητα, αργά ή γρήγορα θα δεχθεί από αυτήν το αποτέλεσμα της βιαιότητάς του. Ο ψευδοασκητής αρχίζει συνήθως με το να είναι υπερβολικά αυστηρός με τον εαυτό του, αλλά καταλήγει, εξ ίσου συνήθως, με το να είναι υπερβολικά αυστηρός με όλους τους άλλους εκτός από τον εαυτό του.


2. Άλλος είναι ο πραγματικός, ο χριστιανικός ασκητισμός. Είναι εκείνος που εμπνέεται και κατευθύνεται όχι από το πνεύμα του ανθρώπου, αλλ’ από το Πνεύμα του Θεού. Ο ασκητισμός αυτός διδάσκει ότι το πνεύμα του ανθρώπου πρέπει αυτό πρώτο να υποταγεί στην χάρη του Θεού· και μόνον τότε θα μπορέσει να υποτάξει και την σάρκα όχι τόσο στον εαυτό του, όσο και πάλι στην χάρη του Θεού. «Εἰ Πνεύματι -δηλαδή με την χάρη του Αγίου Πνεύματος- τάς πράξεις τοῦ σώματος θανατοῦτε, ζήσεσθε» (Ρωμ. η΄ 13).

Αλλ’ ἡ χάρη του Θεού είναι γεμάτη αγάπη, γεμάτη έλεος, γεμάτη καλωσύνη· είναι γεμάτη συμπάθεια, κατανόηση, τρυφερότητα, υπομονή. Προ πάντων, η χάρη του Θεού «οὐ ζητεῖ τά ἑαυτῆς». Η μόνη επιθυμία, που εμπνέει στην ψυχή μας, είναι η επιθυμία να πράξουμε το θέλημα του Θεού, οποιοδήποτε και αν είναι αυτό το θέλημα, οσοδήποτε ευχάριστο ή δυσάρεστο και αν είναι στην ανθρώπινη φύση μας.

Όσοι λοιπόν προσπαθούν να θανατώσουν τα πάθη τους όχι με το δηλητήριο της ανθρώπινης φιλοδοξίας (της φιλοδοξίας να γίνουν τέλειοι, να γίνουν ανώτεροι και καλύτεροι από τους άλλους, να επιτύχουν εκεί που αποτυγχάνουν τόσοι και τόσοι συνάνθρωποί τους), αλλά με την καθαρή λεπίδα της αγάπης του Θεού (της αγάπης, που εμπνέει στην ψυχή μας η χάρη του Θεού), αυτοί γνωρίζουν τελικώς την ησυχία και την σιωπή της πραγματικής εσωτερικής ειρήνης, γιατί η ζωή τους "κρύπτεται ὄντως σύν τῷ Χριστῷ ἐν τῷ Θεῷ". Αυτοί είναι οι «πραεῖς» για τους οποίους μιλούν οι Μακαρισμοί, οι «πραεῖς» που εν τούτοις «βιάζουν» την Βασιλεία των ουρανών.

3. Η «πνευματική ζωή» δεν είναι άρνηση της ύλης. Η Καινή Διαθήκη μιλάει βεβαίως περί της «σαρκός» σαν τον μεγαλύτερο εχθρό μας· χρησιμοποιεί όμως τον όρο αυτό υπό μία πολύ ειδική έννοια. «Σαρξ», υπό την έννοια αυτή, δεν είναι εκείνο που εμείς ονομάζουμε σήμερα σώμα, δηλαδή η υλική πλευρά της ανθρώπινης φύσης, αλλ’ είναι ολόκληρος ο άνθρωπος, ψυχή και σώμα, ύλη και πνεύμα, που έχει αρνηθεί και έχει απορρίψει το «Πνεύμα», δηλαδή το Άγιο Πνεύμα, το Πνεύμα της Αγάπης του Θεού. Όταν λοιπόν ο Κύριος διδάσκει ότι «ἡ σάρξ οὐκ ὠφελεῖ οὐδέν» (Ιωάν. στ' 63), δεν εννοεί το σώμα που Εκείνος έχει πλάσει και Εκείνος μας έχει δώσει, αλλ’ εννοεί ένα τρόπο ύπαρξης που αρνείται ή αγνοεί το Πνεύμα του Θεού. Ένα τρόπο ζωής που διαπνέεται από μια καθαρά ανθρώπινη νοοτροπία, που επιδιώκει σκοπούς καθαρά ανθρώπινους και ενδοκοσμικούς όχι μόνο στα υλικά, αλλά και στα πνευματικά ζητήματα.

Είναι άλλο πράγμα να ζει κάνεις «ἐν τῇ σαρκί» και άλλο, τελείως άλλο, να ζει κανείς «κατά σάρκα». Στην πρώτη περίπτωση, εκπληρώνει απλά το θέλημα του Θεού, που έπλασε τον άνθρωπο όχι «ἄγγελον» (καθαρό πνεύμα) ούτε «ζῶον» (καθαρή ύλη), αλλά μία αδιαίρετη και αδιάσπαστη προσωπική ενότητα ψυχής και σώματος, ένα «ἔνσαρκον πνεῦμα» ή, αν προτιμάτε, μια «ἔμψυχον σάρκα». Στην δεύτερη όμως περίπτωση, τα πράγματα αλλάζουν· γιατί ο άνθρωπος, που ζει «κατά σάρκα», δεν ζει «κατά φύσιν», αλλά «παρά φύσιν». Θεωρεί ένα μέρος της φύσεώς του, το υλικό, σαν το όλο· και προσπαθεί να συμμορφώσει -στην πραγματικότητα, να παραμορφώσει- ολόκληρη την ύπαρξή του προς το επινόημα και εφεύρημά του αυτό. Αλλά αυτό σημαίνει απλούστατα ότι αρνείται ή αγνοεί το γεμάτο αγάπη θέλημα του Θεού. Σημαίνει ότι, εν γνώσει ή εν αγνοία, θέτει το κτιστό και πεπερασμένο «εγώ» του στην θέση του Ακτίστου, Απείρου και Πανσόφου Θεού. Και αυτή η άρνηση ή η παραγνώριση του θελήματος του πάνσοφου Θεού είναι η πηγή εκείνου του «φρονήματος της σαρκός» -εκείνης της «σαρκικής», δηλαδή της καθαρά ανθρώπινης, της καθαρά κοσμικής σοφίας- που, όπως μας εξηγεί ο Απόστολος, είναι «ἔχθρα εἰς Θεόν». Η σοφία αυτή φθάνει μέχρι του σημείου να αρνείται σαφώς και απεριφράστως τον Θεό και κάθε τι που έχει σχέση μ’ Αυτόν. Φθάνει μέχρι του σημείου να θεωρεί σαν μόνη πραγματικότητα και σαν μόνη αλήθειαν, σαν το κέντρο των πάντων, τον άνθρωπο και τα του ανθρώπου.

Απ’ αυτή την σοφία, απ’ αυτό το «φρόνημα» έχει σκοπό να μας λυτρώσει η χριστιανική άσκηση, όχι από το σώμα και γενικώς την ύλη. Εάν επεδίωκε το δεύτερο, τότε θα κατέληγε και αυτή (από άλλο δρόμο φυσικά) στο ίδιο τέρμα: στο να γίνει και αυτή «σαρκική», στο να αρνηθεί ή να αγνοήσει και αυτή το θέλημα του Θεού, που έπλασε τον άνθρωπο, ψυχή και σώμα, ύλη και πνεύμα. Και ορισμένοι μεν πιθανόν να επέμεναν να την ονομάζουν ακόμη πνευματική, αφού θα έστρεφε όλη την προσοχή της προς το πνεύμα και θα περιφρονούσε την ύλη, αλλά με τα κριτήρια της Αγίας Γραφής θα ήταν τόσο σαρκική όσο και ο υλισμός ορισμένων άθεων, αφού και αυτή στην θέση του πάνσοφου θελήματος του Θεού θα έθετε την σοφία της «σαρκός», την σοφία του "πεπτωκότος" ανθρώπου. Αλλ’ όπως είπαμε, τίποτε το παρόμοιο δεν συμβαίνει με την χριστιανική άσκηση.

Κατά την χριστιανική αντίληψη, ολόκληρος ο άνθρωπος, ψυχή και σώμα, πρέπει να υψωθεί από την θεία χάρη και να «πνευματοποιηθῇ», να γεμίσει Άγιο Πνεύμα. Ο Λόγος του Θεού, που έγινε σάρκα και συμμερίσθηκε πλήρως την ανθρώπινη κατάστασή μας, αυτός που παρέδωσε την σάρκα του για να γίνει τροφή και ζωή μας, αυτός που κάθεται στα δεξιά του Πατρός με ένα σώμα όμοιο με το δικό μας, αλλά γεμάτο δόξα, και ο οποίος μια μέραν θα αναστήσει και τα δικά μας σώματα από τον τάφο και θα τα ντύσει με την δική του δόξα και την δική του αθανασία -ο Λόγος αυτός δεν δίδαξε ότι πρέπει να καταστρέφουμε ή να περιφρονούμε τα σώματά μας, αλλ’ αντι­θέτως δίδαξε ότι πρέπει να τα εξαγιάζουμε όπως εξαγιάζουμε και τις ψυχές μας. Προς αυτόν τον Λόγο, που σαρκώθηκε και έγινε άνθρωπος και μας πήρε στον ουρανό ολόκληρο τον άνθρωπο, απευθύνεται η Εκκλησία, όταν προσεύχεται: «τάς ψυχάς ἡμῶν ἁγίασον, τά σώματα ἄγνισον...». Και για αυτόν τον Λόγο μας λένε οι Πατέρες ότι «ἐσαρκώθη, ἵνα ψυχή τε καί σῶμα καί πᾶν τό ἀνθρώπειον λογωθῇ...». Βεβαίως, το ότι πρέπει να ελέγχουμε την σάρκα, το ότι πρέπει να ασκούμε και να δουλαγωγούμε το σώμα, είναι αναμφισβήτητο. Αλλ’ ο έλεγχος, η άσκηση και η δουλαγωγία αυτή είναι απαραίτητα, όχι γιατί το σώμα είναι κακό, αλλ’ αντιθέτως γιατί και αυτό είναι προορισμένο για την αιώνια ζωή για την χάρη, την αφθαρσία και την αθανασία. Η άσκηση του σώματος γίνεται όχι μόνον για το καλό της ψυχής, αλλά και για το καλό του σώματος. Ασκούμε το σώμα, επειδή είναι αναφαίρετο στοιχείο της ανθρώπινης φύσεώς μας, επειδή χωρίς αυτό δεν μπορούμε να είμαστε πλήρεις άνθρωποι ούτε στην παρούσα ζωή ούτε στην μέλλουσα, επειδή και αυτό (το σώμα) πρέπει να γίνη σημείο του Λόγου και ναός του Αγίου Πνεύματος, επειδή με αυτό θα υμνεί, θα λατρεύει, θα δοξάζει τον Θεό η ψυχή μας σε όλη την αιωνιότητα.

4. Ο «πνευματικός άνθρωπος», εκείνος που θέλει να ζει σαν υιός του Θεού, αναζητεί την πηγή της ζωής του όχι μόνον υπεράνω της σαρκός, αλλά και υπεράνω της ψυχής και γενικώς υπεράνω της ανθρώπινης φύσεως. Σαν διαρκή οδηγό του έχει τους λόγους του Ευαγγελιστού: «ὅσοι δέ ἔλαβον Αὐτόν, ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι... οἵ οὐκ ἐξ αἱμάτων, οὐ­δέ ἐκ θελήματος σαρκός, οὐδέ ἐκ θελήματος ἀνδρός, ἀλλ᾿ ἐκ Θεοῦ ἐγεννήθησαν» ( Ιωάν. α΄ 12-13). Ο Θεός λοιπόν ο ίδιος είναι η πηγή της «πνευματικής ζωής». Αλλά ο Θεός μεταδίδει το Πνεύμα και την ζωή του σε ανθρώπους αποτελούμενους από σώμα και ψυχή. Το σχέδιό του δεν είναι να αποπλανήσει την ψυχή και να την αποσπάσει από το σώμα, αλλά να αγιάσει και τα δύο μαζί, θεώνοντας ολόκληρο τον άνθρωπον, ώστε να μπορεί να λέει ο Χριστιανός: «ζῶ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ ἐν ἐμοί Χριστός» (Γαλ. β΄ 20).

5. Δεν γίνεται ποτέ κανένας άγιος με το να τρέπεται σε φυγή μπροστά στα υλικά πράγματα. Άγιος άνθρωπος, «πνευματικός άνθρωπος», γίνεται κανείς, μόνον όταν αγωνίζεται, με την χάρη του Θεού, να καταστήσει αγία, να καταστήσει «πνευματική» όλη την ζωή του, να την καταστήσει, δηλαδή, μία ζωή στην οποία όλες οι ενέργειες του σώματος θα είναι άγιες εξ αιτίας της ψυχής, η δε ψυχή θα είναι αγία εξ αιτίας του Θεού που θα ενοικεί σ’ αυτήν και θα ενεργεί δι’ αυτής. Όταν ζει κάνεις μία τέτοια ζωή, όλες οι πράξεις του σώματός του θα κατευθύνονται προς τον Θεό και από τον ίδιο τον Θεό και θα αποτελούν μία αδιάκοπη προσευχή, μία συνεχή και έμπρακτη δοξολογία, συνάμα δε θα συμβάλλουν και στον εξαγιασμό της ψυχής του.

Ο άγιος, επομένως, δεν αγιάζεται μόνο με το να νηστεύει όταν πρέπει να νηστεύσει, αλλά και με το να τρώει όταν πρέπει να φάει. Δεν αγιάζεται μόνον με τις αγρυπνίες και τις μεσονύκτιες προσευχές, αλλά και με τον ύπνο που κοιμάται από υπακοή προς Εκείνον που μας έπλασε όπως μας έπλασε. Όχι μόνον η ησυχία και η μόνωση συμβάλλουν στην ένωσή του με τον Θεό, αλλά και η υπερφυσική αγάπη που τρέφει για τους φίλους και τους συγγενείς του και όλους εκείνους που συζούν και συνεργάζονται με αυτόν.


Ο Θεός, με την ίδια άπειρη πράξη αγάπης και θέλησης, θέλει το καλό όλων των όντων μαζί και το καλό κάθε όντος χωριστά· γιατί όλα τα ελάσσονα καλά συμπίπτουν στο ένα τέλειο καλό, που είναι η αγάπη του για τα έργα των χειρών του. Είναι φανερό, συνεπώς, ότι πολλοί άνθρωποι θα φθάσουν στην αγιότητα δια της κατά Χριστόν αγαμίας, ενώ πολλοί άλλοι, οι περισσότεροι, θα αγιασθούν με τον έγγαμο βίο (αφού στον κόσμο αυτό είναι απαραίτητο να υπάρχουν περισσότεροι έγγαμοι παρά άγαμοι). Πώς είναι, λοιπόν, δυνατόν να φαντάζονται μερικοί ότι το μοναστήρι είναι ο μόνος τόπος, στον οποίο ο άνθρωπος μπορεί να βρει την αγιότητα; Φυσικά, στα μοναστήρια αποδίδεται λιγότερη προσοχή στην ζωή του σώματος και περισσότερη στην ζωή της ψυχής. Αλλά μήπως και στον έγγαμο βίο, για να είναι επιτυχής, δεν χρειάζεται, παράλληλα προς μια συνεχή καλλιέργεια και ανάπτυξη της ζωής της ψυχής, μία διαρκής και αυστηρή άσκηση του σώματος; Πόσες θυσίες υφίστανται οι σύζυγοι, ο ένας χάριν του άλλου, και πόσες στερήσεις και θυσίες πρέπει να κάνουν και οι δυο χάριν των παιδιών; Η ύπαρξη του μυστηρίου του γάμου δείχνει σαφέστατα ότι η Εκκλησία δεν υποτιμά καθόλου τις δυνατότητες του εγγάμου βίου να γίνει «ἐργαστήριον ἁγιότητος» ούτε θεωρεί το σώμα και τις λειτουργίες του σώματος σαν εμπόδια στην πορεία του ανθρώπου προς την αγιότητα. Αντίθετα πιστεύει, ότι η σάρκα, πνευματοποιούμενη με την προσευχή και το Άγιο Πνεύμα (χωρίς να χάσει οτιδήποτε από την αρχική της υλικότητα) μπορεί να παίξει σημαντικό και αποφασιστικό ρόλο στον αγιασμό και την θέωση του ανθρώπου.

Thomas Merton

συνεχίζεται..

Δεν υπάρχουν σχόλια: