6. Προσφέρει μεγάλη
δόξα στον Θεόν ο άνθρωπος, που ζει σ’ αυτόν τον κόσμον, εκτιμώντας και
χρησιμοποιώντας τα καλά πράγματα της ζωής χωρίς φόβο, χωρίς αγωνία και χωρίς
άτακτο πάθος. Δεν είναι δυνατόν να γνωρίσουμε και να αγαπήσουμε τον Θεό σ’
αυτόν τον κόσμον, αν δεν χρησιμοποιήσουμε τα δώρα του. Βεβαίως, η χρήση αυτή
-όπως μας προειδοποιεί ο Απόστολος (Α' Κορ. ζ' 31)- δεν πρέπει να γίνει
κατάχρηση· αλλά και δεν μπορεί να πάψει να είναι χρήση. Χρησιμοποιούμε τα δώρα
του Θεού «ὡς μή καταχρώμενοι», όταν τα χρησιμοποιούμε χωρίς εγωισμό και χωρίς
ιδιοτέλεια, με πλήρη ευγνωμοσύνη και εμπιστοσύνη στον Θεό, με αληθινή αγάπη γι’
Αυτόν. Κάθε υπερβολική μέριμνα για την υλική πλευρά της ζωής καταδικάσθηκε από
τον Κύριο, όταν είπε: «Τίς ἐξ ὑμῶν μεριμνῶν δύναται προσθεῖναι ἐπί τήν ἡλικίαν
αὐτοῦ πῆχυν ἕνα» (Ματθ. στ' 27). Για να χρησιμοποιούμε όμως τα υλικά πράγματα
-και γενικώς τα δώρα, που μας χαρίζει ο Θεός- χωρίς υπερβολική μέριμνα και
χωρίς περιττή αγωνία, πρέπει να κατορθώσουμε να αποκολληθούμε απ’ αυτά. Και ο
καλύτερος τρόπος για να φθάσουμε σ’ αυτή την αποκόλληση είναι να μάθουμε να τα
χρησιμοποιούμε με σωστό τρόπο.
Πολλοί άνθρωποι τρέμουν
και αγωνιούν για την χαρά και την απόλαυση, που μας προσφέρουν τα υλικά
πράγματα. Και αυτό συμβαίνει, γιατί περιορίζονται απλώς στο να φοβούνται τα
υλικά πράγματα, αντί να προσπαθούν να ελευθερωθούν απ’ αυτά. Οι άνθρωποι αυτοί
νομίζουν ότι μπορούν να γίνουν πνευματικοί απλά και μόνο επειδή ανησυχούν για
την σάρκα· και λησμονούν ότι έργο του Χριστιανού είναι, με την χάρη του Θεού,
να «πνευματοποιήσει», να γεμίσει με Άγιο Πνεύμα, και την ψυχή και την σάρκα.
Εννοείται ότι ο τρόμος και η αγωνία τους ενώπιον των πραγμάτων, που φοβούνται
και όμως κατά βάθος εξακολουθούν να αγαπούν με μια αγάπη εγωιστική, στενεύει
την ψυχή τους, την παραλύει, την κάνει ανίκανη να ξεφύγει από την τυραννία που
τόσο φοβάται, από την τυραννίαν της σάρκας. Στο τέλος η ψυχή τους δεν
κυριαρχείται από άλλη σκέψιν ή φροντίδα εκτός από την σκέψη και την φροντίδα
της σάρκας.
Οι άνθρωποι αυτοί
καταντούν στην σάρκα, γιατί άρχισαν από την σάρκα. Συχνότατος δε καρπός του
αγχώδους αυτού ασκητισμού τους είναι το να «μή χρῶνται» πολλών πραγμάτων, αλλά
να το κάνουν κατά τέτοιο τρόπο ώστε να είναι σαν να «καταχρῶνται» αυτών. Έτσι η
αυταπάρνησή τους γίνεται όχι μέσον αγιασμού, αλλά πηγή μολύνσεως όλης της ζωής
τους. Δεν έχουν την χαρά και την απόλαυση που κρυφά ποθούν, γεύονται όμως όλην
την πικρή απογοήτευση, την κουραστική αποθάρρυνση και το εκνευριστικό εκείνο
αίσθημα ενοχής από το οποίο τόσον θα ήθελαν να λυτρωθούν.
Ο δρόμος του Πνεύματος
είναι τελείως διαφορετικός. Ξεκινά από την πίστη ότι, όταν όλη η ζωή μας είναι
προσανατολισμένη προς τον Θεό, τότε η χρήση ακόμη και των υλικότερων πραγμάτων,
ακόμη και αυτών που εκ πρώτης όψεως φαίνονται λιγότερο πνευματικά, είναι δυνατόν
να αγιάσει και αυτά και εμάς, γιατί όλα τα πράγματα, "καθ’ ἑαυτά",
είναι καλά και «καλά λίαν». Και όλα μπορούν, με την χάρη του Θεού, να γίνουν
οδηγοί μας προς μία διαρκώς μεγαλύτερη γνώση και αγάπη του Θεού, αρκεί να τα
χρησιμοποιούμε χωρίς εγωισμό και χωρίς οίηση, ευτυχείς γιατί τα έχουμε από τα
χέρια Εκείνου που μας αγαπά και του οποίου η αγάπη είναι το μεγαλύτερο αγαθό, η
μεγαλύτερη απόλαυση και η μεγαλύτερη χαρά για μας.
7. Η αυταπάρνηση είναι
στείρα και παράλογη όταν γίνεται για λανθασμένους λόγους ή, ακόμη χειρότερα,
όταν γίνεται χωρίς κανένα λόγο. Γι᾿ αυτό, μολονότι είναι αλήθεια ότι πρέπει να
απαρνηθούμε τους εαυτούς μας για να μπορέσουμε να φθάσουμε σε μία αληθινή γνώση
του Θεού, είναι εξ ίσου αλήθεια ότι πρέπει να έχουμε προηγουμένως κάποια γνώση
του Θεού και των σχέσεων μας μαζί Του για να μπορέσει η αυταπάρνησή μας να
είναι γόνιμη και λογική. Μία πολύ επιβλητική χορεία ασκητών, μας βεβαιώνει ότι
η αληθινή «θεολογία», τό κατά Θεόν καί ἐν τῷ Θεῷ ζῆν, είναι καρπός της
προσευχής και της ασκήσεως· αλλά από την άλλη πλευρά, η ιστορία αποδεικνύει ότι
η Εκκλησία θεώρησε πάντοτε σαν προϋπόθεση όχι της μεγάλης άσκησης και της
τέλειας προσευχής, αλλά απλά της στοιχειώδους χριστιανικής ζωής την κατήχηση,
δηλαδή την από μέρους των μελλόντων Χριστιανών μελέτη και αφομοίωση των
στοιχείων της χριστιανικής θεολογίας. Για να αποφασίσουμε να αρχίσουμε τον
οδυνηρό αγώνα της αυταπάρνησης, (δηλαδή της υπερνικήσεως των αντιστάσεων, που
προβάλλει η πεσμένη φύση μας στην χάρη του Θεού), για να μείνουμε σ’ αυτόν και,
προ πάντων, για να τον διεξαγάγουμε σωστά και με επιτυχία, πρέπει να έχουμε
κάποια ιδέα περί του «τίς ὁ Θεός ἡμῶν» και περί του «τί ζητεῖ ἀπό ἡμᾶς» ή, ίσως
ακριβέστερα, «τί προσφέρει ἀδιακόπως εἰς ἡμᾶς». Διαφορετικά, θα πλανιόμαστε
άσκοπα στο σκοτάδι και θα περιπίπτουμε από το ένα λάθος στο άλλο. Εννοείται ότι
μεταξύ της γνώμης των θεολόγων που αναφέραμε και της πράξεως που επί αιώνες
εφαρμόζει η Εκκλησία δεν υφίσταται στην πραγματικότητα καμία αντίφαση. Γιατί
εκείνο που οι πρώτοι ονομάζουν «θεολογία» δεν είναι παρά το άνθος και ο καρπός
του σπέρματος που σπέρνει στις ψυχές των μελλόντων Χριστιανών με την «κατήχηση»
η Εκκλησία. Ίσως πολλές από τις παρεξηγήσεις που επικρατούν στον χώρο αυτό να οφείλονται
στην διάδοση, κατά τους τελευταίους αιώνες, της ιδέας ότι είναι δυνατόν να
υπάρξει μία καθαρά «επιστημονική θεολογία», μία θεολογία δηλαδή ασχολούμενη με
τον Θεό και τα του Θεού κατά τρόπο καθαρώς θεωρητικό και αφηρημένο, εντελώς
ανεξάρτητο από την ζωή και την πράξη.
Υπό το πρίσμα της
καθολικής παραδόσεως, μία τέτοια θεολογία είναι καθαρή ανοησία. Αφ’ ενός μεν
γιατί η θεολογία δεν είναι αυτοσκοπός, αλλ’ όπως και η πίστη, όπως και η
ελπίδα, είναι ένα μέσο προς την αγάπη, την ένωση δηλαδή και κοινωνία με τον
ζωντανό Θεό και τους άλλους ανθρώπους, αφ’ ετέρου δε γιατί η αλήθεια που
αποτελεί το αντικείμενο κάθε επιστήμης -και, κατά μείζονα λόγο, η θεολογική
αλήθεια, ο Θεός και τα του Θεού, που αποτελούν το αντικείμενο της θεολογικής
επιστήμης- δεν είναι ποτέ δυνατόν να χωρισθούν από την ζωή και την πράξη. Η
ζωή, η πραγματική ζωή, δεν μπορεί να υπάρξει και η πράξη δεν έχει νόημα χωρίς
την αλήθεια. «Ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς», διακήρυξε ο Χριστός. Και η Εκκλησία
καθημερινά προσεύχεται: «ἁγίασον -δηλαδή ζωοποίησον- ἡμᾶς τῇ ἀληθείᾳ σου». Η
αυταπάρνησή μας λοιπόν για να είναι γόνιμη και λογική πρέπει να είναι αληθινή·
πρέπει να στηρίζεται εξ ολοκλήρου στην αλήθεια, που μας αποκάλυψε ο Θεός και
μας διδάσκει τώρα η θεολογία της Εκκλησίας.
Αλλ’ η αληθινή και
λογική αυταπάρνηση δεν μπορεί παρά να είναι και ταπεινή. Εάν η αυταπάρνησή μας
αποβλέπει απλά και μόνο στην κατάρριψη ρεκόρ ηθικής, εάν έχει σαν σκοπό να
αποδείξει ότι είμαστε τελειότεροι, καλύτεροι και δυνατότεροι από τους άλλους,
τότε δεν είναι αυταπάρνηση, αλλ’ εἶναι απλούστατα φιλαρέσκεια και
αυτοϊκανοποίηση. Η πραγματική αυταπάρνηση όχι μόνο γεννιέται από γνήσια
ταπεινοφροσύνη, αλλά και επιδιώκει την εξάλειψη κάθε ίχνους εγωισμού, κάθε
ίχνους φιλαυτίας. Είναι ακριβώς η απάρνηση αυτού του «εγώ» που θέλει διαρκώς να
διακρίνεται και να υπερέχει των άλλων, αυτού του «εγώ» που θέλει να υψωθεί και
να ενθρονισθεί στην θέση που
δικαιωματικά ανήκει μονάχα στον Θεό.
Το πράγμα όμως δεν
τελειώνει εδώ. Η αυταπάρνησή μας δεν αρκεί μονάχα να είναι αληθινή, να είναι
λογική, να είναι ταπεινή. Πρέπει επίσης να είναι υπερφυσική. Να μη έχει σαν
τέρμα απλά την ηθική τελείωση του εαυτού μας ή το καλό της κοινωνίας στην οποία
ανήκουμε, αλλά τον Θεό. Ο Θεός πρέπει να είναι το «τέλος» της αυταπαρνήσεώς
μας, ο σκοπός προς τον οποίο θα τείνει, προς τον οποίον θα είναι εξ ολοκλήρου
προσανατολισμένη. Αλλ’ ως γνωστόν, τίποτε δεν τείνει προς τον Θεό και δεν
πηγαίνει προς Αυτόν, αν δεν προέρχεται από Αυτόν. Έτσι η αυταπάρνησή μας δεν
μπορεί να είναι υπερφυσική παρά μονάχα αν εμπνέεται και αν κατευθύνεται από την
χάρη του Αγίου Πνεύματος. Το φως της χάριτός του μας διδάσκει να διακρίνουμε τι
είναι καλό και τι είναι κακό μέσα μας, τι προέρχεται από τον Θεό και τι
προέρχεται μόνον από τον εαυτό μας, τι είναι ευάρεστο και ευπρόσδεκτο στον Θεό
και τι ικανοποιεί απλώς την φιλαυτία και τον εγωισμό μας. Το Άγιον Πνεύμα μας
διδάσκει επίσης την διαφορά μεταξύ ασκητισμού και θυσίας· και μας βοηθεί να
καταλάβουμε ότι, για τον Χριστιανό, μόνος ο ασκητισμός δεν είναι αρκετός.
Ο ασκητισμός αρκείται
στο να απονεκρώνει και να ελέγχει συστηματικά την ανθρώπινη φύση μας. Η θυσία
όμως κάνει κάτι το ασύγκριτα σπουδαιότερο: προσφέρει αυτή την φύση και όλες τις
δυνάμεις και τις εκδηλώσεις της στον Θεό. Μας επιβάλλει την στέρηση πολλών
αγαθών της ζωής και του κόσμου τούτου. Όχι όμως επειδή τα περιφρονεί ή επειδή
τα θεωρεί κακά, αλλά επειδή θέλει να τα «θυσιάσει», να τα προσφέρει ως δείγμα
λατρείας και αγάπης στον Θεό. Η υπερφυσική, η όντως χριστιανική αυταπάρνηση από
ένα και μόνον πόθο διαπνέεται: από τον πόθο να προσφέρει στον Θεό όλα όσα εμείς
απαρνιόμαστε. Θεωρεί δε σαν κορύφωμα και τελείωσή της την ολοκληρωτική προσφορά
του εαυτού μας στον Θεό "ἐν ἑνώσει μετά τῆς προσφορᾶς καί τῆς θυσίας τοῦ
Χριστοῦ".
Το νόημα αυτής της
προσφοράς και της θυσίας του εαυτού μας είναι ότι παραδίδουμε την κυριότητα
όλων των πράξεων, των σκέψεων, των λόγων μας, όλης της ζωής και του θανάτου
μας, στα χέρια του μόνου Κυρίου, του Θεού, ώστε πάντοτε να ζούμε και να
ενεργούμε όχι για τον εαυτόν μας ή κατά το δικό μας θέλημα και τις δικές μας
επιθυμίες, αλλά για τον Θεό και σύμφωνα προς το θέλημα του Θεού.
Το πνεύμα αυτής της
θυσίας, που αποτελεί την ουσία και το περιεχόμενο όλης της χριστιανικής
λατρείας, το έχει θαυμάσια αποδώσει ο μέγας Απόστολος των εθνών: «Οὐδείς γάρ ἡμῶν
ἑαυτῷ ζῇ καί οὐδείς ἑαυτῷ ἀποθνήσκει. Ἐάν τε ζῶμεν, τῷ Κυρίῳ ζῶμεν· ἐάν τε ἀποθνήσκωμεν,
τῷ Κυρίῳ ἀποθνήσκομεν. Ἐάν τε οὖν ζῶμεν ἐάν τε ἀποθνήσκωμεν, τοῦ Κυρίου ἐσμέν.
Εἰς τοῦτο γάρ Χριστός καί ἀπέθανε καί ἀνέστη καί ἔζησεν, ἵνα καί νεκρῶν καί
ζώντων κυριεύσῃ» (Ρωμ. ιδ΄ 7-9).
Για να προσφέρουμε αυτή
την θυσία και αυτή την λατρεία στον Θεό, χρειαζόμαστε τον ασκητισμό. Τον
χρειαζόμαστε όμως σαν μέσο· σαν το μέσο που θα μας βοηθήσει να αποκτήσουμε
επαρκή έλεγχο της καρδιάς και των παθών μας και να φθάσουμε στο σημείο να
αδιαφορούμε ακόμη και για την ζωή και τον θάνατό μας. Αλλά και εδώ πάλι το Άγιο
Πνεύμα μας διδάσκει ότι μόνη η αδιαφορία δεν αρκεί. Ή μάλλον ότι η αδιαφορία
στην οποία προσπαθούμε να φθάσουμε μέσω του ασκητισμού, για να είναι
χριστιανική, πρέπει να είναι ο καρπός και το αποτέλεσμα της αγάπης του Θεού.
Ο Χριστιανός αδιαφορεί -ή,
σωστότερα, προσπαθεί να αδιαφορεί- για όλα τα πράγματα, όχι επειδή τα θεωρεί
κακά ή περιφρονητέα, αλλά γιατί αγαπά τον Θεό πάνω και πέρα απ’ όλα τα
πράγματα, επειδή η αγάπη του δείχνει ότι ο Θεός υπερβαίνει απείρως σε αγαθότητα
όλα τα πράγματα. Αλλά η αγάπη αυτή, που κάνει τον Χριστιανό να αδιαφορεί για
όλα τα πράγματα, τον βοηθά συγχρόνως να ανακαλύψει και να ξαναβρεί στον Θεό όλα
τα πράγματα, να ανακαλύψει σ’ Αυτόν την αγαθότητα και την αλήθεια όλων των
πραγμάτων που έχει απαρνηθεί προς χάρη του. Χάρις στην απάρνηση αυτή, ο
Χριστιανός γίνεται ικανός να δει Εκείνον που αγαπά, σε όλα τα πράγματα που
απαρνείται, και, ταυτοχρόνως, να ξαναβρεί σ’ Αυτόν -όχι πλέον σαν φευγαλέες
σκιές και απατηλούς αντικατοπτρισμούς, αλλά σαν αλήθεια και πραγματικότητα- όλα
όσα απαρνείται. Σε τελευταία ανάλυση, η απάρνηση των πραγμάτων γίνεται και
χάριν του Θεού, και χάριν των ιδίων των πραγμάτων, για να κατορθώσουμε να
βρούμε την πραγματική αξία και την αλήθειά τους. Γιατί, όταν με την χάρη τον
Αγίου Πνεύματος αρχίσουμε να τα χρησιμοποιούμε «ὡς μή καταχρώμενοι», όταν
δηλαδή αρχίσουμε να τα χρησιμοποιούμε με αποκόλληση και αδιαφορία, ουσιαστικά
δεν σταματάμε να ενδιαφερόμαστε γι’ αυτά, δεν γινόμαστε αδιάφοροι για την αξία
και την πραγματικότητα που έδωσε σ’ αυτά ο Δημιουργός τους, αλλά απλά παύουμε
να ενδιαφερόμαστε για την σημασία που έχουν για μας, παύουμε να τα βλέπουμε
απλά και μόνο σαν μέσα που εξυπηρετούν την φιλαυτία και τον εγωισμό μας. Μόνον
όταν κατορθώσουμε να αποκολληθούμε από τα πράγματα, μπορούμε να αρχίσουμε να τα
εκτιμούμε πραγματικά. Μόνον όταν γίνουμε «αδιάφοροι» γι’ αυτά, μπορούμε να
αρχίσουμε να τα αγαπούμε αληθινά. Και αν αυτό ισχύει για τα απλά πράγματα,
καταλαβαίνει κανείς πόσο ισχύει για τα πρόσωπα, τα αριστουργήματα αυτά της
θείας σοφίας και παντοδυναμίας, στα οποία η αγάπη του Θεού δίδει άπειρη αξία
και τα οποία έχουν πλασθεί για ένα αιώνιο προορισμό.
Ο άνθρωπος, που αγαπά
τον εαυτό του περισσότερο από τον Θεό, αγαπά πρόσωπα και πράγματα μόνον για το
καλό που αυτός μπορεί να κερδίσει από αυτά. Η εγωιστική αγάπη του, τείνει να
καταστρέψει τα πάντα, να αναλώσει τα πάντα, να απορροφήσει τα πάντα στον εαυτό
του. Η αγάπη του γι᾿ αυτά -ακόμη και όταν συνεπάγεται στερήσεις και θυσίες- δεν
είναι παρά μία άλλη όψη της φιλαυτίας του, του εγωισμού του. Ο άνθρωπος αυτός
δεν είναι με κανένα τρόπο αδιάφορος για την σημασία που έχουν τα πρόσωπα, τα
πράγματα ή τα γεγονότα για την ζωή του· είναι μόνον αδιάφορος για την αξία και
το καλό που έχουν "καθ᾿ ἑαυτά", θεωρούμενα, ανεξαρτήτως από τα οφέλη
που μπορεί να του προσπορίσουν. Όσον αφορά τα κέρδη και τα οφέλη δεν είναι ούτε
αδιάφορος ούτε αποκολλημένος· όσον αφορά όμως την αξία και την αγαθότητα που
έχουν "καθ᾿ ἑαυτά", είναι και αδιάφορος και αποκολλημένος.
Αντιθέτως, ο άνθρωπος,
που αγαπά τον Θεό περισσότερο από τον εαυτό του, είναι επίσης σε θέση να αγαπά
πρόσωπα και πράγματα όχι μόνο για τον εαυτό του, αλλά για την αξία και την
αγαθότητα που έχουν "καθ᾿ ἑαυτά". Η αγάπη του Θεού τον καθιστά ικανό
να ανακαλύπτει σε κάθε πρόσωπο και κάθε πράγμα ό,τι καλό υπάρχει, ό,τι καλό έχει
βάλει εκεί ο Θεός. Τον καθιστά ικανό να διακρίνει σε όλα τα όντα την ανταύγεια,
τον αντικατοπτρισμό της δόξας και της αγαθότητας του Θεού. Και να αγαπά, σ’
αυτά τον Θεό. Ο άνθρωπος αυτός μπορεί να αδιαφορεί για την σημασία που έχουν τα
πρόσωπα, τα πράγματα ή τα γεγονότα για την ζωή του. Γιατί εκείνο που κυρίως τον
ενδιαφέρει είναι η σχέση που έχουν με την δόξα και το θέλημα του Θεού. Όσον
αφορά τα πρόσκαιρα οφέλη ή την πρόσκαιρη ικανοποίηση που μπορεί να αποκομίσει
από αυτά, είναι και αδιάφορος και αποκολλημένος. Όσον αφορά όμως την αξία και
την αγαθότητα που έχουν "καθ’ ἑαυτά", δεν είναι διόλου αδιάφορος.
Ενδιαφέρεται όσο ενδιαφέρεται και για τον Χορηγό αυτής της αξίας, για τον
Δημιουργό αυτής της αγαθότητας, για τον Θεό. Αγαπά τα πάντα με τον ίδιο τρόπο,
με τον οποίο αγαπά τον Θεό. Με άλλες λέξεις, τα αγαπά με την ίδια πράξη με την
οποία τα απαρνείται! Και επειδή τα απαρνείται από αγάπη, τα ξαναβρίσκει σε ένα
ασυγκρίτως υψηλότερο και τελειότερο επίπεδο, τα ξαναβρίσκει "ἐν τῷ Θεῷ".
Thomas Merton
συνεχίζεται..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου