Ο Ων

Ο Ων
"Μην κοιτάς τ'αγκάθια...ψάξε για το ρόδο"

29 Οκτ 2016

Ασκητισμός και θυσία - Μέρος 3ο



8. Όταν λέμε ότι η χριστιανική αυταπάρνηση πρέπει να είναι υπερφυσική, προσανατολισμένη αποκλειστικά και μόνον προς τον Θεό, εννοούμε ότι πρέπει να έχει ως φυσικό και λογικό καρπό της, μια ζωή προσευχής και καλών έργων, έργων αγάπης του Θεού και των αδελφών. Η χριστιανική αυταπάρνηση δεν είναι μία απλή τεχνική, που αρχίζει και τελειώνει μέσα στα στενά όρια της ατομικής ψυχής. Είναι η πρώτη κίνηση μιας ελευθερίας που ελευθερώνεται από τα δεσμά της ατομικότητας, που με την χάρη του Θεού κατορθώνει να υπερβεί τα όρια της ανθρώπινης φύσεως και γενικότερα της κτιστής πραγματικότητας, δηλαδή όλη την σφαίρα του «σχετικῶς ὄντος», και να μπει σε μία σχέση φιλίας και κοινωνίας με τον «ἀπολύτως ὄντα», με τον άπειρο και πανάγαθο Θεό, από εκεί δε να στραφεί προς όλα όσα αγαπά ο Θεός και ενωμένη με την αγάπη αυτή του Θεού να προσπαθήσει να τα αγκαλιάσει, να προσπαθήσει να τα αγαπήσει και αυτή όπως τα αγαπά ο Θεός, δηλαδή χωρίς υστεροβουλία και χωρίς ιδιοτέλεια.

Η χριστιανική αυταπάρνηση είναι η αρχή μονάχα της πληρώσεως και ολοκληρώσεως του ανθρώπου "ἐν τῷ Θεῷ". Είναι δε αχώριστη από την μετάνοια, την εσωτερική στροφή του ανθρώπου από τον εαυτό του προς τον Θεό. Η χριστιανική αυταπάρνηση είναι η άρνηση της καταστάσεως της μη "πεπληρωμένης" και μη δυναμένης να "πληρωθῇ" στην οποία μας οδήγησε η αμαρτία. Η άρνηση της φτώχειας και της κενότητας μας, η άρνηση του μηδενός μας· το πρώτο βήμα της στροφής μας προς το πλήρωμα και τον πλούτο του Θεού και όλης της δημιουργίας του.

Η αυταπάρνηση μάς απολυτρώνει από τα πάθη και την φιλαυτία μας. Μας ελευθερώνει από την προληπτική εκείνη προσκόλληση στο «εγώ» μας, ένα «εγώ» που εν γνώσει ή εν αγνοία μας έχει γίνει για μας το κέντρο των πάντων, θεός δηλαδή. Με άλλες λέξεις, μας σώζει από την «σάρκα», όταν η λέξη εννοεί την κατάσταση εκείνη του χωρισμού και της αποξένωσης του ανθρώπου από τον Θεό που προαναφέραμε. Η χριστιανική αυταπάρνηση δεν είναι φυγή από την ύλη ή τις αισθήσεις που μας έδωσε ο Θεός· είναι το πρώτο βήμα προς την μεταμόρφωση ολόκληρης της ύπαρξής μας, που προβλέπει το «θέλημα», δηλαδή το σχέδιο του Θεού. Μια μεταμόρφωση που θα έχει σαν αποτέλεσμα να ζήσουν και τα σώματά μας μέσα στο φως της δόξας του Θεού και να καταστούν μαζί με τις ψυχές μας κατοικητήρια του Αγίου Πνεύματος.


9. Τίποτε που θεωρούμε κακό δεν μπορεί να προσφερθεί θυσία στον Θεό. Το να απαρνιόμαστε, επομένως, την ζωή μας επειδή την έχουμε αηδιάσει ή επειδή έχουμε κουρασθεί από αυτή, δεν είναι θυσία και δεν έχει καμιά απολύτως σχέση με την χριστιανική αυταπάρνηση. Προσφέρουμε στον Θεό ό,τι καλύτερο έχουμε, για να διακηρύξουμε ότι Αυτός είναι απείρως καλύτερος. Θυσιάζουμε προς χάρη του ό,τι περισσότερο εκτιμούμε και αγαπούμε, για να του αποδείξουμε ότι τον θεωρούμε σαν ασυγκρίτως ανώτερο και προσφιλέστερο από ό,τι αποτελεί για μας το «παν». Ένα από τα κύρια έργα της χριστιανικής άσκησης είναι ακριβώς να καταστήσει την ζωή μας και το σώμα μας αρκετά έντιμα, αρκετά πολύτιμα, ώστε να μπορούμε να τα προσφέρουμε θυσία στον Θεό.

Πλανώνται όσοι νομίζουν ότι ο χριστιανικός ασκητισμός έχει ως σκοπό να μας κάνει να καταλάβουμε πόσο άθλια ή πόσο κουραστική είναι η ζωή· να μας βοηθήσει να εννοήσουμε πόσο αποκρουστικός ή μάταιος είναι ο κόσμος· να μας πείσει ότι το σώμα μας και ό,τι έχει σχέση με το σώμα μας, στην πραγματικότητα δεν είναι καλό, αλλ᾿ είναι κάτι το κακό και το πονηρό. Ένας ασκητισμός που θα είχε αυτό τον σκοπό, που θα θεωρούσε κάθε χαρά και απόλαυση αθεράπευτα χυδαία ή επικίνδυνη, που θα έβλεπε το σώμα και όλες τις ενέργειες του σώματος με φόβο ή, ακόμη χειρότερα, με βδελυγμία -ένας τέτοιος ασκητισμός δεν θα ήταν απλούστατα χριστιανικός, γιατί θα παρέβλεπε ένα βασικό στοιχείο της χριστιανικής αποκάλυψης: ότι ο Θεός έκτισε τα πάντα καλά και καλά λίαν και ότι ούτε οι μεθοδείες του πονηρού ούτε οι αμαρτίες του ανθρώπου κατόρθωσαν ποτέ να τα καταστήσουν τελείως κακά, να τους αφαιρέσουν εντελώς την αρχική αγαθότητα και την αρχική τους αξία. Παρά την ανταρσία του Διαβόλου και των αγγέλων του, παρά την αφροσύνη και την αθλιότητα του ανθρώπου, ο κόσμος παραμένει κατά βάθος «κόσμος», ένα κόσμημα της θείας σοφίας και της θείας αγάπης, ένας «έπαινος» (μία διακήρυξη, ένα διαλάλημα) της δόξας του αγαθού και φιλάνθρωπου Θεού. Αυτό συνεχώς μας βεβαιώνει η Αγία Γραφή και όλη η παράδοση της Εκκλησίας που στηρίζεται σ᾿ αυτήν.

Ο πραγματικός σκοπός του χριστιανικού ασκητισμού είναι να μας αποκαλύψει την διαφορά που υφίσταται μεταξύ της κακής χρήσης των κτιστών όντων (πραγμάτων ή προσώπων), που είναι αμαρτία, και της καλής χρήσης τους, που είναι αρετή. Ο ασκητισμός αυτός σαφώς και απεριφράστως διδάσκει ότι η αμαρτία, η οποία από ορισμένη άποψη μπορεί ίσως να φαίνεται καλή, στην πραγματικότητα είναι βδελυρή και καταστρεπτική. Ποτέ όμως δεν παραλείπει να τονίσει την ανάγκη μιας ουσιαστικής διάκρισης· της διάκρισης μεταξύ της αμαρτίας, που είναι άρνηση, και της χαράς και της απόλαυσης, που είναι θετικό καλό. Αντιθέτως μάλιστα, με κάθε τρόπον προσπαθεί να κάνει αυτή την διάκριση όσον το δυνατόν γνωστότερη και σαφέστερη. Ο πραγματικός ασκητισμός επιμένει ότι μεταξύ αμαρτίας και απόλαυσης δεν υφίσταται κατ᾿ ανάγκη σχέση και σύνδεσμος, και ότι υπάρχουν αμαρτίες που δεν επιδιώκουν την χαρά και την απόλαυση ή και άλλες που δεν βρίσκουν καμία.

Η χαρά και η απόλαυση έχουν μεγαλύτερη σχέση με την αρετή παρά με την αμαρτία. Η αρετή, που είναι αρκετά αποφασιστική ώστε να "πληρώσει" το τίμημα της αυταπάρνησης, απολαμβάνει τελικώς πολύ περισσότερο τα πράγματα, που έχει απαρνηθεί, από ό,τι τα απολαμβάνει ο αμαρτωλός, που με αγωνία προσπαθεί να παραμείνει προσκολλημένος σ᾿ αυτά σαν να ήταν ο θεός του.

Προορισμός επομένως του ασκητισμού είναι να μας βοηθήσει να αποκτήσουμε κυριαρχία στον εαυτό μας, για να μπορέσουμε να τον προσφέρουμε θυσία στον Θεό. Ποτέ το Άγιο Πνεύμα δεν θα μας εμπνεύσει την επιθυμία να απαλλαγούμε από το σώμα μας σα να ήταν κάτι το κακό ή να καταστρέψουμε τις δυνάμεις και τις ικανότητες, με τις οποίες το έχει προικίσει ο Θεός, σαν να ήταν αμείλικτοι εχθροί του Δημιουργού και συντηρητού τους, ανίκανοι να διδαχθούν, να υπακούσουν, στην χάρη του. Εκείνος, που το έπλασε με τα ίδια τα χέρια του, δηλαδή με τον Λόγο και το Πνεύμα του, και το έδωσε στην ψυχή μας σαν αιώνιο σύντροφο και βοηθό, δεν είναι ποτέ δυνατόν να ευχαριστηθεί με μια θυσία, στην οποία του προσφέρουμε το σώμα μας δολοφονημένο από το πνεύμα μας, άψυχο πτώμα, σάρκα στερημένη της πνοής της ζωής.

Αλλ᾿ ίσως να παρατήρηση κανείς ότι πολλοί άγιοι βάδισαν προς τον ουρανό του Θεού επί των ερειπίων του σώματός τους. Εάν όντως το έκαναν, και εάν ήταν όντως άγιοι, αυτό ασφαλώς δεν οφειλόταν στο ότι θεωρούσαν το σώμα τους σαν κάτι το κακό και άξιο καταστροφής, αλλ᾿ ήταν το αποτέλεσμα της αγάπης τους για τον Θεό, η οποία είχε παραμερίσει κάθε άλλη σκέψη στον νου και την καρδιά τους και τους οδηγούσε συχνά σε καταστάσεις, όπου η απάρνηση της υγείας ή και αυτής ακόμη της ζωής ήταν αναγκαία προς χάρη ενός μεγαλύτερου καλού. Η θυσία τους ήταν δικαιολογημένη και αγία. Δεν ήταν καρπός μίσους ή περιφρόνησης προς το σώμα, αλλά καρπός της αγάπης για τον Θεό και τους αδελφούς. Οι άγιοι αυτοί γνώριζαν άριστα ότι το σώμα τους ήταν αγαθό, ένα ανεκτίμητο δώρο του Θεού του ελέους και των οικτιρμών· αλλά γνώριζαν επίσης ότι η αγάπη είναι πολύ μεγαλύτερο αγαθό, ότι δεν μπορεί να συγκριθεί ούτε με το σώμα ούτε με όλη την ζωή, και ότι δεν υπάρχει μεγαλύτερη αγάπη από εκείνη που μας κάνει να θυσιάζουμε και το σώμα και όλη μας την ζωή προς χάρη των φίλων μας. Αυτή η αγάπη, η αγάπη του Θεού και των αδελφών, τους ενέπνευσε και την θυσία του σώματός τους, όπως προηγουμένως τους είχε εμπνεύσει και την θυσία τόσων άλλων αγαθών. Και αυτή η αγάπη τους οδήγησε στην αγιότητα, αποτέλεσε και στην περίπτωσή τους -όπως αποτελεί παντού και πάντοτε- την αγιότητα. Γιατί, ας μη πλανιόμαστε, κανείς ποτέ δεν γίνεται άγιος με το να μισεί απλώς τον εαυτό του. Η αγιότητα είναι ακριβώς το αντίθετο της αυτοκτονίας. Είναι ένας καρπός, που μόνο μία ρίζα μπορεί να παραγάγει και να θρέψει: η αγάπη, η αγάπη του Θεού και "ἐν τῷ Θεῷ" όλων όσα "ἐποίησε καί ποιεῖ ὁ Θεός".

10. Το να προσφέρουμε τον εαυτό μας θυσία στον Θεό δεν ισοδυναμεί καθόλου με το να καταστρέφουμε τον εαυτό μας. Θυσιάζουμε τον εαυτό μας στον Θεό, «πνευματοποιούντες» όλη την ύπαρξή μας δια της υπακοής στην χάρη του Θεού. Η μόνη θυσία, που είναι ευάρεστη και ευπρόσδεκτη σ᾿ Αυτόν, είναι η καθαρότητα της καρδιάς μας, η καθαρότητα της αγάπης μας. Μία αυταπάρνηση, που μας βοηθά να αγαπούμε περισσότερο τον Θεό, είναι καλή και χρήσιμη. Υπάρχουν όμως μορφές αυταπάρνησης, που πιθανόν να είναι ευγενείς και υψηλές καθ᾿ εαυτές, αλλά οι οποίες δεν έχουν την παραμικρή χρησιμότητα από πνευματικής άποψης, γιατί απλούστατα δεν τις ζητά από μας ο Θεός.

Απαραίτητη προϋπόθεση για να «πνευματοποιηθεί» η ζωή μας είναι η ησυχία. Τίποτε το σημαντικό δεν μπορούμε να επιτύχουμε στον τομέα αυτό, αν προηγουμένως δεν μάθουμε να είμαστε «ήσυχοι». Ως γνωστόν, η υπερβολική (και συχνά άσκοπη) δραστηριότητα του σώματος ταράσσει και αναστατώνει την ψυχή μας, την εμποδίζει να αυτοκυριαρχηθεί, να περισυλλέξει τις δυνάμεις της, να βρει τον εαυτό της, να διακρίνει τον σκοπό της, να λειτουργήσει ομαλά και αποδοτικά. Αλλά φυσικά μία ησυχία, που θα προϋπέθετε την απόλυτη και μόνιμη ακινησία του σώματος και των πέντε αισθήσεών του, δεν θα ήταν ησυχία της ζωής, αλλά ησυχία του τάφου. Εφ όσον ζούμε, είμαστε υποχρεωμένοι και να αναπνέουμε και να κινούμαστε και να ενεργούμε. Η ησυχία λοιπόν που έχουμε κατά νουν δεν είναι η ησυχία της απόλυτης ακινησίας και της μόνιμης αδράνειας, αλλ᾿ εκείνη που γνωρίζει να κυβερνά το σώμα κατά τέτοιο τρόπο ώστε να ζει και να εργάζεται ομαλά και ειρηνικά, χωρίς τις βίαιες και βεβιασμένες εκείνες ενέργειες ή τις άσκοπες και μάταιες εκείνες αναστατώσεις που τελικά αναστατώνουν και την ψυχή. Η ησυχία αυτή είναι καρπός της εσωτερικής ειρήνης, που πηγάζει από την τέλεια αποκόλληση και αδιαφορία μας (με την έννοια που εξηγήσαμε) για πρόσωπα και πράγματα· ή, τουλάχιστον, από την ταπεινοφροσύνη μας και την επίγνωση της άπειρης αγάπης, αγαθότητας και συμπάθειας του Θεού, του ζώντος και αληθινού.

Η ησυχία και η ειρήνη της ψυχής δεν εξαρτώνται, συνεπώς, από την σωματική αδράνεια. Αντίθετα μάλιστα, υπάρχουν ορισμένοι άνθρωποι, που μπορούν κάλλιστα να διατηρούν τέλεια πνευματική ειρήνη και ησυχία μέσα σε μια εξαιρετικά δραστήρια ζωή και οι οποίοι κυριολεκτικά θα τρελαινόντουσαν, αν κανείς τους ανάγκαζε να μείνουν έστω και για ένα σύντομο διάστημα στην μόνωση και την σιωπή. Το παν εξαρτάται από το πως κυβερνούμε το σώμα μας και πως ρυθμίζουμε την δραστηριότητά μας. Και αυτό πάλι εξαρτάται από τον βαθμό της υπερφυσικής «αδιαφορίας» μας ή από το μέγεθος της ταπεινοφροσύνης μας και την δύναμη της πίστεώς μας.

Στον καθένα έγκειται να βρει το είδος της εργασίας και του περιβάλλοντος, που θα του επιτρέπουν να ζει «πνευματικά». Αν μπορεί κανείς να βρει τέτοιες συνθήκες -και εάν είναι σε θέση να επωφεληθεί από αυτές- ας το κάνει. Όμως αλήθεια! τι δυσκολοκατόρθωτο και κυριολεκτικά απελπιστικό πράγμα θα ήταν η υπερφυσική ζωή, αν ήταν δυνατό να βιωθεί μόνο υπό ιδεώδεις συνθήκες; Τέτοιες συνθήκες ελάχιστοι μόνον άνθρωποι μπορούν να εξασφαλίσουν, αλλά και αυτό ακόμη γίνεται διαρκώς σπανιότερο στον σύγχρονο κόσμο μας. Το κάθε τι στην ζωή των συγχρόνων πόλεων είναι, θα έλεγε κανείς, υπολογισμένο ώστε να εμποδίζει τον άνθρωπο να συγκεντρωθεί, να εισέλθει στο ταμείο της ψυχής του και να ασχοληθεί με πράγματα που έχουν σχέση με την πνευματική ζωή. Στο τέλος της ημέρας, ακόμη και ο πνευματικότερος άνθρωπος είναι δυνατόν να αισθανθεί τον εαυτό του εξαντλημένο, εξουθενωμένο και τελείως αποδιοργανωμένο από τον συνεχή θόρυβο των μηχανών, από την αναρχική ποικιλία των παραστάσεων που εκτυλίσσονται μπροστά στα μάτια του, από τα εκτυφλωτικά φώτα και τον στάσιμο αέρα των γραφείων, των καταστημάτων ή απλώς των δρόμων.

Όλος ο μηχανισμός της σύγχρονης ζωής, θα έλεγε κανείς ότι είναι κατά τέτοιο τρόπο ρυθμισμένος ώστε να ματαιώνει την προσπάθεια του ανθρώπου να ζήσει «πνευματικά» και να τον ωθεί στην άνυδρη και άγονη έρημο των νευρώσεων. Ακόμα και οι τοίχοι των μοναστηριών μας δεν αποδεικνύονται πάντοτε ικανοί να μας προστατεύσουν από αυτό τον κίνδυνο.

Τι πρέπει λοιπόν να κάνουμε; Ένας τρόπος υπάρχει μετά την ταπείνωση και την τέλεια εγκατάλειψή μας στο έλεος και την φιλάνθρωπη κρίση του Θεού. Είναι η προσπάθεια να αποκτήσουμε την εσωτερική ειρήνη και ησυχία, που απορρέουν από την αποκόλλησή μας από πρόσωπα και πράγματα, από τον ίδιο τον εαυτό μας, ακόμη και από τους πνευματικούς αγώνες μας, από την προσπάθειά μας να ζήσουμε πνευματικά. Πρέπει δηλαδή, να αποκτήσουμε την υπερφυσική εκείνη προοπτική, που θα μας επιτρέπει να κρίνουμε όλα τα πράγματα υπό το φως της πίστεως, να βλέπουμε πρόσωπα, γεγονότα και καταστάσεις στις πραγματικές τους διαστάσεις. Έτσι υπάρχει ελπίδα, με την χάρη του Θεού, να ειρηνεύσουμε και να ησυχάσουμε. Και, χάρις στην εσωτερική αυτή ησυχία, να αντιμετωπίσουμε με επιτυχία την εξωτερική ταραχή και ανησυχία και να αφήσουμε το Πνεύμα του Θεού, το Πνεύμα της Ειρήνης και της Αγάπης, να μας μεταβάλει μέσα σε ένα ταραγμένο κόσμο, σε στοιχεία ειρήνης, σε εστίες αγάπης.

11. Ένα από τα κυριότερα εμπόδια στην προσπάθειά μας να αποκτήσουμε αυτή την εσωτερική ειρήνη και ησυχία είναι αναμφίβολα η άτακτη και σπασμωδική δραστηριότητα. Η δραστηριότητα αυτή δεν πρέπει να συγχέεται ποτέ με την εύρυθμη και ισορροπημένη εργασία του φυσιολογικού ανθρώπου.

Η εργασία απασχολεί το σώμα και την ψυχή και είναι αναγκαία για την πνευματική υγεία. Η εργασία βοηθά τον άνθρωπο να προσεύχεται και να διατηρεί την πνευματική περισυλλογή του και τον προφυλάσσει από τον κίνδυνο των άσκοπων μετεωρισμών και των επικινδύνων αυταπατών. Στην ψυχή εκείνων που έχουν βρει κάπως τον δρόμο τους, που έχουν καταλάβει κάπως τον προορισμό τους, η εργασία φέρνει την ειρήνη. Γιατί, χωρίς να τους αποκρύπτει τις ατέλειες και τις αδυναμίες τους, χωρίς να τους αποκρύπτει το γεγονός ότι η συγκεκριμένη ύπαρξή τους πολύ απέχει από εκείνη που απαιτεί το θέλημα του Θεού -χωρίς να τους αποκρύπτει, δηλαδή, το γεγονός ότι είναι «αμαρτωλοί»- τους βοηθά να συγκεντρώσουν όλη την προσοχή τους στους βασικούς σκοπούς της πνευματικής ζωής και να αρχίσουν σιγά-σιγά, με την χάρη του Θεού, να τους πραγματοποιούν. Αντίθετα, η άτακτη και σπασμωδική δραστηριότητα όχι μόνο δεν φέρνει την ειρήνη, αλλά και αφαιρεί από την εργασία μας κάθε πνευματική χρησιμότητα και τελικώς ματαιώνει και αυτόν ακόμη τον φυσικό και κοινωνικό της σκοπό. Η άτακτη και σπασμωδική δραστηριότητα είναι σημείο της εσωτερικής σύγχυσης της ψυχής. Σκοπός της είναι να κρύψει από την ψυχή τον πραγματικό εαυτό της και την πραγματική της κατάσταση· να δημιουργήσει ένα προπέτασμα καπνού που θα εμποδίζει την ψυχή να βλέπει το κενό της και θα της επιτρέπει την ψευδαίσθηση ότι «κάτι κάνει», ότι δεν ζει τελείως άσκοπα και ανώφελα. Η ψυχή όταν δεν έχει κανένα συγκεκριμένο σκοπό, προσπαθεί να «τα κάνει όλα». Όταν δεν γνωρίζει πώς να λυτρωθεί από τα προβλήματα, τις συγκρούσεις, την αβεβαιότητα και την ανία που της γεννάει η «ματαιότητά» της, καταφεύγει στην «δράση», στρεφομένη συνεχώς από το ένα «έργο» στο άλλο και προσπαθώντας να αντιδράσει ταυτοχρόνως σε χίλιους δυο ερεθισμούς. Και κάτω από όλα, σαν μια υποχθόνια, τερατώδης και ανεξάντλητη πηγή, κρύβεται ο φόβος, ένας παράλογος και πρωτόγονος φόβος, και η εξ ίσου παράλογη και πρωτόγονη απληστία για την δύναμη, την ηδονή και την αυτοεπιβεβαίωση. Όσο περισσότερο περίπλοκα είναι τα πάθη ενός ανθρώπου, τόσο περισσότερο άτακτη και σπασμωδική είναι και η δραστηριότητά του. Αλλά εννοείται, όλα αυτά είναι θάνατος για την ειρήνη και την ησυχία, που αποτελούν την προϋπόθεση της πνευματικής ζωής. Το να πηγαίνει κανείς κάποτε-κάποτε στην εκκλησία ή να λέει μερικές βιαστικές προσευχές δεν ωφελεί σε τίποτα, γιατί απλούστατα δεν έχει την δύναμη να καθαρίσει και να θεραπεύσει την βαθειά αυτή πληγή.

Για να προστατεύσουμε τον εαυτό μας από την μάστιγα της άτακτης και σπασμωδικής δραστηριότητας, ο καλύτερος τρόπος είναι ίσως η αποκόλλησή μας όχι μόνο από τα άμεσα αποτελέσματα της εργασίας μας (και η αποκόλληση αυτή είναι δύσκολη και σπάνια), αλλά γενικότερα από το όλο σύμπλεγμα των σκοπών που κυβερνούν συνήθως την επίγεια ζωή μας. Πρέπει να αποκολληθούμε από την υγεία και την ασφάλεια, από τις απολαύσεις και τα παντός είδους «κτήματα» μας, από πρόσωπα και πράγματα και τόπους και συνθήκες της ζωής. Πρέπει να γίνουμε «αδιάφοροι» (με την ευαγγελική σημασία της λέξεως) προς την ζωή και προς τον θάνατο, ζώντας όπως τα κρίνα του αγρού, ζητώντας πρώτον την βασιλεία του Θεού και όντας βέβαιοι ότι όλα τα άλλα θα τα προσθέσει ο Θεός. Φυσικά, αυτό δεν είναι διόλου εύκολο. Ούτε μπορεί να γίνει από την μια μέρα στην άλλη. Απαιτεί πίστη, απαιτεί προσευχή και άσκηση. Και προ παντός, απαιτεί την «χάρη», δηλαδή τον φωτισμό και την δύναμη του Πνεύματος του ζωντανού Θεού.

12. Μπορεί κανείς ευκολότατα να προσκολληθεί σε μια μορφή ασκητισμού, όπως προσκολλάται σε οτιδήποτε άλλο υλικό ή κοσμικό πράγμα. Αλλά αυτό δεν σημαίνει φυσικά ότι πρέπει να παύσουμε να είμαστε συστηματικοί στην αυταπάρνησή μας. Ας έχουμε μόνο κατά νου ότι τα συστήματα δεν είναι ο σκοπός, αλλ᾿ είναι απλά μέσα προς τον σκοπό. Ο άμεσος σκοπός των διαφόρων ασκητικών συστημάτων είναι να μας βοηθήσουν να απαλλαγούμε από τις διάφορες προσκολλήσεις μας και έτσι να βρούμε την ειρήνη και την γαλήνη μας· να ελευθερώσουμε το πνεύμα μας από την τυραννία των παθών και της φαντασίας, ώστε να μπορεί να ανταποκρίνεται με προθυμία και ευκολία στις υποδείξεις της λογικής και της χάριτος. Ο ουσιαστικότερος σκοπός όλων των ασκητικών τεχνικών, όταν χρησιμοποιούνται μέσα στο χριστιανικό πλαίσιο, είναι η αγάπη· η αγάπη και η ένωση με τον Θεό.

Η άσκησή μας, για να είναι αποτελεσματική, πρέπει να είναι συστηματική. Η έλλειψη συστήματος φανερώνει έλλειψη σκοπού. Οι καλές συνήθειες αναπτύσσονται μόνο με την επανάληψη των καλών πράξεων. Δεν μπορούμε όμως να επιβάλουμε στον εαυτό μας να επαναλαμβάνει καλές πράξεις με κάποια λογική και κατανόηση, αν δεν υιοθετήσουμε κάποιο σύστημα. Είναι ανάγκη, προ πάντων στην αρχή της πνευματικής μας ζωής, να κάνουμε ορισμένα πράγματα σε ορισμένους καιρούς: να νηστεύουμε σε ορισμένες μέρες, να προσευχόμαστε και να κάνουμε την πνευματική μας μελέτη σε ορισμένη ώρα της ημέρας, να εξετάζουμε την συνείδησή μας, να προσερχόμαστε τακτικά στα Μυστήρια, να εκτελούμε συστηματικά τα καθήκοντα που μας επιβάλλει το επάγγελμα και γενικά η θέση μας, να προσπαθούμε με ιδιαίτερη προσοχή να αποβάλουμε ορισμένα συγκεκριμένα πάθη μας και να αποκτήσουμε ορισμένες συγκεκριμένες αρετές.

Το να επιθυμούμε, λοιπόν, την πνευματική ζωή ισοδυναμεί με το να επιθυμούμε την συνετή πειθαρχία. Διαφορετικά, η επιθυμία μας είναι αυταπάτη. Βεβαίως, αυτή η συνετή πειθαρχία έχει σαν σκοπό να μας οδηγήσει τελικά στην πνευματική ελευθερία. Γι᾿ αυτό και ο ασκητισμός μας δεν πρέπει να είναι άκαμπτος, αλλά πνευματικά εύκαμπτος και ευέλικτος. Η ακαμψία δεν είναι συνετή πειθαρχία ούτε μπορεί ποτέ να γίνει μέσο προς την ελευθερία. Αυτό όμως δεν πρέπει να μας οδηγήσει στο άλλο άκρο· σε μία κατάσταση πραγμάτων, την οποία εμείς θα ονομάζουμε πειθαρχία, αλλά από την οποία θα λείπει κάθε στοιχείο αυστηρότητας. Γιατί τότε δεν θα μπορέσουμε ποτέ να ελευθερωθούμε από τα πάθη μας.

Αν δεν είμαστε επαρκώς αυστηροί με τον εαυτό μας, ο εαυτός μας θα μας εξαπατά. Αν δεν είμαστε αποφασισμένοι να υποφέρουμε τον κόπο και τον μόχθο και αρκετά συχνά τα δάκρυα που συνεπάγεται η εφαρμογή ενός συγκεκριμένου προγράμματος, τότε οι δικαιολογίες και τα προσχήματα που εφευρίσκει ο εαυτός μας θα μας αποκοιμίζουν και πολύ γρήγορα θα μας οδηγήσουν και πάλι στην τυραννία της αδυναμίας μας και των υποκειμενικών μας ιδιοτροπιών.

13. Στην προσπάθειά μας για απόκτηση της αυτοπειθαρχίας, που αποτελεί αναφαίρετο στοιχείο του αληθινού ασκητισμού, θα μας βοηθήσει πολύ η ύπαρξη ενός πνευματικού πατέρα, ενός πνευματικού καθοδηγητή. Θεωρητικά, η πνευματική αυτή καθοδήγηση δεν είναι απολύτως απαραίτητη για μια υγιή πνευματική ζωή. Στην πράξη όμως, οι περισσότεροι από μας δεν θα κατόρθωναν ποτέ να επιτύχουν οτιδήποτε στον τομέα αυτό χωρίς την βοήθεια ενός πνευματικού καθοδηγητή. Εκτός από την πολύτιμο καθοδήγηση στα ζητήματα της πνευματικής ζωής, ο πνευματικός πατέρας μας βοηθάει και με την ενθάρρυνση και τις διορθώσεις του. Είναι πολύ ευκολότερο για μας να επιμείνουμε στο πρόγραμμά μας, στην προσευχή και την πνευματική μελέτη μας, όταν έχουμε κάποιον που διαρκώς θα μας υπενθυμίζει τις αρχικές αποφάσεις μας. Ο πνευματικός πατέρας μάς προστατεύει από την αστάθειά μας. Όπως μας προφυλάσσει και από την κούραση και την εύκολη αποθάρρυνσή μας. Έργο του πνευματικού καθοδηγητή είναι επίσης να προσανατολίζει την ασκητική μας πειθαρχία προς την πνευματική ελευθερία. Φυσικά, για το έργο αυτό χρειάζεται καλός πνευματικός καθοδηγητής. Και οι πνευματικοί καθοδηγητές είναι σπάνιοι· είναι αληθινά δώρα του ελεήμονα Θεού.

14. Ο ασκητισμός είναι τελείως άχρηστος, όταν μας μεταβάλλει σε εκκεντρικούς. Ο θεμέλιος λίθος του γνήσιου, του πραγματικά χριστιανικού ασκητισμού είναι η ταπεινοφροσύνη. Αλλά η ταπεινοφροσύνη, η χριστιανική ταπεινοφροσύνη, δεν είναι παρά υπερφυσική λογική. Μας διδάσκει να παραδεχόμαστε, τον εαυτόν μας όπως είναι στην πραγματικότητα, αντί να προσποιούμαστε ότι είμαστε κάτι το καλύτερο ή το διαφορετικό, αυτό που θα ήθελε να είμαστε η υπερηφάνειά μας. Όταν γνωρίζουμε αληθινά τον εαυτό μας, παίρνουμε ήσυχα την θέση μας μέσα στην τάξη των πραγμάτων που έχει σχεδιάσει ο Θεός. Έτσι η υπερφυσική ταπεινοφροσύνη προσθέτει πολύ στην ανθρώπινη αξιοπρέπειά μας, με την βοήθεια που μας παρέχει να ενταχθούμε μέσα στην κοινωνία των άλλων ανθρώπων και να τοποθετηθούμε σωστά απέναντι τους και απέναντι του Θεού. Η υπερηφάνεια μας κάνει ψεύτικους και τεχνητούς· η ταπεινοφροσύνη μας κάμνει γνησίους και αληθινούς.

Ο απόστολος Παύλος, στην Β' προς Θεσσαλονικείς επιστολή του (κεφ. 3), δείχνει πώς η χριστιανική ταπεινοφροσύνη και ο ασκητισμός μας βοηθούν να ζήσουμε μια πολύ απλή και πολύ συνηθισμένη ζωή, κερδίζοντας ειρηνικά το ψωμί μας και εξαγιάζοντας την κάθε μέρα μας μέσα σ᾿ αυτόν τον παρερχόμενο κόσμο. Η εργασία και η υπερφυσική παραδοχή της συνηθισμένης ζωής αποτελούν, κατά τον Απόστολο, προστασία κατά της άτακτης και άσκοπης δραστηριότητας, κατά της ανόητης και επικίνδυνης ταραχής του ψεύτικου ασκητισμού. Ο Χριστιανός έχει απορρίψει όλες τις ψεύτικες αξίες του κόσμου τούτου. Δεν έχει πλέον καμιά εμπιστοσύνη στην ασφάλεια και την ευτυχία της παρούσης ζωής. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να εξακολουθεί να ζει σ᾿ αυτόν τον κόσμο και να αισθάνεται ευτυχής και ικανοποιημένος μέσα σ᾿ αυτόν. Εργάζεται και ζει με απλότητα, με μεγαλύτερη χαρά και ασφάλεια από τους άλλους ανθρώπους, γιατί δεν αναζητά την τελείωση και ολοκλήρωση της ζωής του σ᾿ αυτόν τον κόσμο. Αποφεύγει την μάταιη ταραχή και αναστάτωση, που συνοδεύουν πάντοτε την επιδίωξη καθαρά πρόσκαιρων σκοπών. Ζει με ειρήνη μέσα στη ματαιότητα των παρερχόμενων πραγμάτων· χωρίς εν τούτοις να περιφρονεί την ματαιότητά τους, γιατί πίσω από την σκιά βλέπει την ουσία· και κάτω από τους θορύβους ξέρει να αναγνωρίζει την φωνή των πραγμάτων, που μιλάνε για την χαρά τους «ἐν τῷ Δημιουργῷ». Ύψιστη ταπεινοφροσύνη είναι να καταλάβουμε ότι μία απλή και συνηθισμένη ζωή, όταν γίνεται δεκτή με τέλεια πίστη στον Θεό, μπορεί να είναι αγιότερη και περισσότερο υπερφυσική από οποιαδήποτε θεαματικά και εντυπωσιακά ασκητικά κατορθώματα. Η ταπεινοφροσύνη αυτή τολμά να είναι συνηθισμένη· και αυτό είναι κάτι, που δεν μπορεί ποτέ να βλάψει ή να καταστρέψει η πνευματική υπερηφάνεια. Η υπερηφάνεια επιδιώκει πάντοτε το ασυνήθιστο. Η ταπεινοφροσύνη δεν διστάζει να αρκεσθεί στο απλό και συνηθισμένο. Η ταπεινοφροσύνη ζει και τρέφεται με την ελπίδα ότι ο Χριστός θα επανέλθει και πάλι και ότι θα υψώσει και θα μεταμορφώσει όλα τα συνηθισμένα πράγματα, λαμπρύνοντάς τα με το φως της δόξας του και δίδοντας σ᾿ αυτά νέα ουσία και νέο περιεχόμενο με την ατελεύτητη παρουσία του.
15. Ο Θεός δοξάζεται και μεγαλύνεται περισσότερο από τον άνθρωπο, που χρησιμοποιεί τα καλά πράγματα αυτής της ζωής με απλότητα και ευγνωμοσύνη, παρά από τον νευρικό ασκητισμό εκείνου, που αναστατώνεται με την παραμικρότερη λεπτομέρεια της αυταπάρνησής του. Ο πρώτος χρησιμοποιεί τα δώρα του Θεού και σκέπτεται τον Δωρητή τους. Ο δεύτερος φοβάται τα δώρα του Θεού και συνεπώς δεν μπορεί ούτε αυτά να χρησιμοποιήσει σωστά, αλλά ούτε και να σκεφθεί όπως πρέπει για τον Δωρητή τους. Τρομοκρατείται μπροστά στην χαρά, που έχει βάλει ο Θεός στα δημιουργήματά του· και μέσα στον τρόμο του δεν σκέπτεται ούτε τον Δημιουργό ούτε τα δημιουργήματά του, αλλά μόνο τον εαυτό του. Φαντάζεται ότι ο Θεός τοποθέτησε όλα τα αγαθά μπροστά του όπως τοποθετούμε εμείς το δόλωμα μέσα σε μια παγίδα. Σκεπτόμενος μόνο τον εαυτό του και μη μπορώντας να βγει από τον εαυτό του για να αντικρύσει το μεγαλείο του Θεού και της δημιουργίας του, μεταβάλλει τον αγώνα για την τελείωση σε ένα εξαντλητικό ανταγωνισμό προς τον Θεό, τον κτίστη και χορηγό όλων των αγαθών. Και αυτή ακόμη η αγαθότητα των κτισμάτων τον πειράζει, τον ενοχλεί. Αποτελεί απειλή για την καθαρότητα της ψυχής του! Θα ήθελε πολύ να απέχει από το κάθε τι. Αλλά δεν μπορεί. Είναι άνθρωπος. Και σαν τους άλλους ανθρώπους είναι και αυτός αναγκασμένος να τρώει, να πίνει, να κοιμάται. Σαν τους άλλους πρέπει και αυτός να βλέπει τον ουρανό και τον ήλιο. Και παρ᾿ όλες τις αγωνιώδεις προσπάθειες του, εξακολουθεί και αυτός σαν τους άλλους να τα αγαπά όλα αυτά. Αλλά κάθε χαρά ή απόλαυση τον γεμίζει με ένα αίσθημα ενοχής. Έχει θεοποιήσει τόσο πολύ την τελειότητα του, ώστε στο τέλος ξεχνά ότι ατέλεια και αμαρτία δεν είναι η απόλαυση της χαράς και της ευχαριστήσεως που μας προσφέρει οικειοθελώς ο Θεός, αλλά η μη συμμόρφωσή μας προς το θέλημα του, είτε το θέλημα αυτό είναι δυσάρεστο είτε είναι ευχάριστο και απολαυστικό για μας. Και το καταπληκτικό είναι ότι τέτοιοι άνθρωποι υπάρχουν ακόμα και στα μοναστήρια, και οι οποίοι άνθρωποι, υποτίθεται, δεν έχουν άλλο λόγο ύπαρξης παρά μόνον την αγάπη του Θεού.

16. Όλη η φύση έχει σκοπό να μας υπενθυμίζει τον παράδεισο του Θεού. Δάση, αγροί, όρη, κοιλάδες, οι ποταμοί και η θάλασσα, τα σύννεφα που ταξιδεύουν στον ουρανό, το φως και το σκοτάδι, ο ήλιος και η σελήνη, μας πληροφορούν κάθε στιγμή ότι ο κόσμος αυτός πλάσθηκε για να είναι για τον Αδάμ ένας παράδεισος και ότι -παρά την αμαρτία του και τις δικές μας αμαρτίες- θα γίνει και πάλι μια ημέρα παράδεισος, όταν όλοι αναστηθούμε από τους τάφους «ἐν τῷ δευτέρῳ Ἀδάμ». Αλλά ακόμη και τώρα ο ουρανός αντικατοπτρίζεται στα κτιστά πράγματα. Όλα τα πλάσματα του Θεού μας προσκαλούν να αποθέσουμε τις μάταιες μέριμνες και φροντίδες μας και να επιστρέψουμε στην καρδιά μας, την οποία ο Θεός έκτισε και προόρισε να γίνει παράδεισός του και παράδεισός μας. Αν όμως αναζητούμε τον παράδεισο εκτός από εμάς, υπάρχει κίνδυνος να μη τον βρούμε ποτέ. Γιατί, αν δεν κατορθώσουμε να ειρηνεύσουμε και να συμφιλιωθούμε με τον εαυτό μας, δεν είναι δυνατόν να βρούμε την ειρήνη και την ανάπαυση σε κάτι που βρίσκεται έξω από εμάς. Μονάχα ο άνθρωπος, που είναι «αδιάφορος» και ελεύθερος από προσκολλήσεις, ανακαλύπτει ότι όλα τα πλάσματα του Θεού είναι φίλοι του. Εφ᾿ όσον παραμένει προσκολλημένος σ᾿ αυτά, του μιλούν διαρκώς για τις επιθυμίες και τα άτακτα πάθη του ή του υπενθυμίζουν συνεχώς τις αμαρτίες του. Εφ᾿ όσον είναι φίλαυτος και εγωιστής, του μιλούν για την φιλαυτία και τον εγωισμό του. Αν όμως, με την χάρη του Θεού, γίνει αγνός και καθαρός, τότε όλα του μιλούν για τον Θεό και την αγιότητα του.


17. Αν δεν είμαστε ευγνώμονες προς τον Θεό, είναι αδύνατο να δοκιμάσουμε την χαρά να τον βρούμε μέσα στα κτίσματά του. Η αγνωμοσύνη ισοδυναμεί με ομολογία, του ότι δεν γνωρίζουμε αληθινά τον Θεό και ότι αγαπάμε τα έργα των χειρών του όχι προς χάριν του, αλλά μόνον για τον εαυτό μας. Αλλά δεν είναι μόνον αυτό. Αν δεν είμαστε ευγνώμονες προς τον Θεό, είναι αδύνατον να γνωρίσουμε πραγματικά και τον ίδιο τον εαυτό μας, να ανακαλύψουμε, τι πράγματι είμαστε και ποια αξία και σημασία έχει η ύπαρξή μας! Μπορεί να έχουμε πολύ μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μας, για τις ικανότητές μας, για την αγαθότητά μας· αλλ᾿ η ιδέα αυτή δεν μπορεί να συγκριθεί με την αξία και την αλήθεια, που προσδίδει στον καθένα από μας το γεγονός ότι πλασθήκαμε από τα χέρια του ζώντος Θεού και προοριστήκαμε να ζήσουμε αιώνια σαν παιδιά του. Όλα τα πράγματα φανερώνουν την πραγματική αξία τους, όταν τα δούμε σαν έργα του Θεού. Η ζωή μας αποκαλύπτει όλο το μεγαλείο της, όταν καταλάβουμε ότι είναι δώρο του τρισάγιου Θεού. Ο ασκητισμός μάς βοηθά να δούμε αυτή την πραγματικότητα, να εννοήσουμε την θεμελιώδη αυτή αλήθεια. Και όταν δούμε και εννοήσουμε όλα αυτά, ο ασκητισμός έρχεται να μας βοηθήσει να κάνουμε εκείνο που μας υπαγορεύει η λογική και η θεία χάρις: να τα προσφέρουμε όλα και προ παντός τον εαυτό μας θυσία ευχαριστίας στον Θεό.  Αμήν

Thomas Merton

Δεν υπάρχουν σχόλια: